Tabs: Blog | About Us |

30.1.07

Έτσι απλά ...


Στην υγειά της.

Σήκωσε το κολονάτο ποτήρι με το κόκκινο κρασί προς τιμή μιας αόρατης παρουσίας.

Τρία χρόνια έχει να πάρει μήνυμά της.

Πώς να είναι; Πού να είναι; Γιατί χάθηκε έτσι ξαφνικά;


Ερωτήματα, που ξαναβγήκαν στην επιφάνεια όταν το πρωί, σκαλίζοντας παλιά γραπτά, βρήκε και τα δικά της.

Κείμενα, που είχαν ανταλλάξει και μέσα από τα οποία ήρθανε κοντά.

Μικρά μηνύματα καταγραφής της διάθεση της στιγμής και πιο μεγάλα με εικόνες που ζωγράφιζαν το πορτραίτο της κάθε μιας ημέρας.

Για όσο διήρκεσε η επικοινωνία τους.


Στην υγειά της.

Έφερε το ποτήρι σιγά προς τα χείλη του και πριν γευτεί την πρώτη γουλιά, απόλαυσε τη μυρωδιά του.

Το κόκκινο υγρό ήρθε απαλά σε επαφή με τη γλώσσα του και η γλυκιά γεύση έγινε αισθητή ακαριαία.

Έσπρωξε το κρασί να περάσει από τον ουρανίσκο, πριν καταλήξει να συνεχίσει το ταξίδι του προς τον οισοφάγο.

Αδιόρατο κάψιμο, με υποψία αίσθησης στυφού.

Της έμοιαζε.

Έτσι, γλυκιά, με το κάψιμο της γλώσσας της, χαρακτηριστικό της οξύνοιάς της.


Πώς ξεκίνησαν; Πώς προχώρησαν;

Σίγουρα έχει τη σημασία και την αξία του, το να θυμηθεί κάθε λεπτομέρεια.

Όμως όχι τώρα.


Τώρα του φτάνει να σηκώσει το ποτήρι και πιει στην υγειά της.

Όπου κι αν βρίσκεται ό,τι και να κάνει, Να Είναι Καλά.

Να γράφουμε τα καθημερινά μας, του είχε πει. Κι εκείνος συμφώνησε.

Να γράψουμε και τα της ζωής μας της είχε πει, με όσες αλήθειες μπορούμε να αντέξουμε, είχε συμπληρώσει. Κι εκείνη συμφώνησε.


Όταν το κρασί είναι καλό, όταν το ποτήρι είναι όμορφο, όταν τα χείλη που θα ακουμπήσουν ποτήρι και κρασί έχουν ανάγκη αυτή την επαφή, τότε η ένωση είναι απόλαυση.

Η καθημερινότητα, οι μικροχαρές και οι λύπες της ζωής, το παιχνίδι της σχέσης, δαντέλα που θα ζήλευαν τα δάχτυλα της πιο καλής κεντήστρας.

Σιγά σιγά τα ανοίγματα ανάμεσά τους, προσεκτικά, με τη λεπτότητα που αρμόζει σε εύθραυστες υπάρξεις.


Κάθε ημέρα όμως και πιο κοντά.

Πάντα με τον πληθυντικό στην επικοινωνία.

Παλιομοδίτικο αλλά εντέλει ερεθιστικό.



Και ξάφνου η σιωπή.

Απλά, χωρίς αιτία προφανή.

Όπως αρμόζει να έρχεται το Τέλος.

Τέλος γραμμένο με το Ταυ κεφαλαίο.



Σιωπή προτού να γίνει συνήθεια η επικοινωνία.

Σιωπή προτού η σχέση να χαθεί σε ατέρμονες αναλύσεις και επώδυνες τριβές.

Έτσι απλά.

Σιωπή.



Τελευταία γουλιά. Μια μικρή υποψία του στυφού παρούσα.

Όπως πάντοτε είναι το ανολοκλήρωτο.

Στην υγειά της.


Το ποτήρι άδειασε.

Έτσι απλά….




O ... "Τα λέω σε μένα εις επήκοον όλων" Μarkos

Ετικέτες


Permalink για το "Έτσι απλά ..."

29.1.07

Τσίκα Κολιμπρί


Έτσι ονομάζουν τα καλά παιδιά οι Περουβιανοί, τις κοπέλλες που έχουν παραπάνω από ένα γκόμενο και αυτή η φράση μου θύμισε τότε που μάζευα λεφτά για να πάω στο Περού. Γουελ αυτό ήταν μεγάλη βλακεία γιατί κανείς δεν μαζεύει λεφτά για να πάει ταξίδι. Πάει κι ότι γίνει.
Ενιγουέιζ στα καλά καθούμενα βρέθηκα να δουλεύω σε μπαρ κάτι το οποίο είχε τα καλά του δε λέω. Ποτά, λεφτά και γυναίκες που περίμεναν με το κλείσιμο. Τι ωραία που ήταν τότε! Υπήρχαν κορίτσια που πήγαιναν μόνο με μπάρμαν άλλες μόνο με πορτιέρηδες και άλλες μόνο με ντι τζέυς. Αλλά όταν λέμε μόνο, Μόνο! Δεν είχες ελπίδα αν ανήκες σε κάποια άλλη συνομοταξία. Οι απατεώνες οι μπάρμαν έφευγαν πάντα με τις καλύτερες τις πιό καλοντυμένες και τις πιό ενθουσιώδεις γιαυτό και δεν τους χώνεψα ποτέ. Ένα σφηνάκι, δύο σφηνάκια, ένα σέικερ και βουαλά another happy cintroen.
Σε εμάς τους κακομοίρηδες τους βινυλιομάχους ερχόταν οι πιό ιντελεκτουά με τα μαλλιά βαμένα στα πιό απίθανα χρώματα και έπιναν τα πιό ανώμαλα ποτά: baileys με σόδα, blue curacao με σαμπούγκα πάντα κάτι που να ταιριάζει με το απιθανέ μαλλί. Άσε που μας τα έκαναν τσουρέκια με τις απαιτήσεις τους για κομμάτια σε ώρες που εμείς είμασταν κομμάτια.

Ώσπου ερχόταν η Πέμπτη! ΧΑ! Thank god is Πέμπτη. Αυτή την ευλογημένη μέρα έπαιζε μπασκετ ο Άρης (όταν ήταν στις καλές του πριν 6,500 χρόνια) και όλος ο ανδρικός πληθυσμός έβλεπε μπασκετ. Γουαουά. Αιδιοκαταιγίδα στην κορομηλα. Κάθε είδους λαιμοί, γάμπες, μαλλιά παρέλαυναν μπροστά μας, μπαινόβγαιναν στα μπαρ σα τα κολιμπρί του τίτλου και αποζητούσαν το ημερήσιο φλερτ που δεν κατέληγε πάντα αναγκαστικά σε σεξ (λέμε τώρα).
Μια τέτοια θεϊκή Πέμπτη δωροδόκησα, εκβίασα και γαργάλεψα με καλαμάκια ριγέ (από τα χοντρά) το μπαρμάνι και τελικά τον έπεισα να αλλάξουμε θέσεις για 2-3 ώρες. "Ρε μαν δεν είναι τίποτα θα σου βάλω μια κασέτα κι εσύ θα κάνεις πως αλλάζεις δίσκους (δεν του είπα βέβαια ότι κι εγώ το ίδιο έκανα) μέχρι να έρθει η Τσίκα που θέλω". Οκ.. Αυτός τα βόλεψε μια χαρά ενώ εγώ πάλευα με τα παγάκια, τα ποτήρια και τα μπουκάλια πρσπαθώντας να ικανοποιήσω το πλήθος με την ακόρεστη δίψα.
Κι ενώ τα είχα κάνει αιδοίον μέσα στο μπαρ με τα παγάκια να λυώνουν, ζάχαρη χυμένη στο πάτωμα και αλάτια στη μπάρα μπήκε! Ναι! Η ευκαιρία της ζωής μου. Μπήκε και πήγε κατευθείαν στον πραγματικό μπαρμαν που έκανε τον dj. AAAAAAAA! Δεν είναι δυνατόν. Εγώ είμαι ο μπαρμαν ρε! Άρχισα τα κόλπα με τα μπουκάλια μήπως και δεν κατάλαβε ποιος είναι ο μπάρμαν αλλά τίποτα, νάδα, πάπαλα.
Πλησιάζω στο σημείο που καθόταν και τα έλεγε με το σκουλήκι τον μπαρμαν και τι να δώ? Ο βλακέντιος αντί να βάλει δίσκους όπως του είπα εκείνος είχε αραδιάσει σφηνάκια πάνω στο πλατώ με τεκίλες. Τα νεύρα μου. Πάει η Τσίκα, πάω κι εγώ στο περίπτερο να πάρω τα απαραίτητα. Ο περιπτεράς μεγάλη πουτάνα κατάλαβε με τη μία ότι κάτι τρέχει. "Μόνος μαν? μ-ό-ν-ο-ς?" " Ναι ρε σπαζοκλαμπάνια μόνος και Πέμπτη i know αλλά τι να σου λέω τώρα δεν θα καταλάβεις. γουελ δώσε ένα πλευμπόι ένα χάστλερ μια κις και μια σοκοφρέτα" "να βάλω και σπόρια?" "και δεν βάζεις?" " καληνύχτα και καλούς απογόνους".



Dark Angel

Ετικέτες


Permalink για το "Τσίκα Κολιμπρί"

27.1.07

Μάθημα στα Σπόρκα



Την δεκάτη Απριλίου του 2023,η ελληνική βουλή ή ό,τι απόμεινε από αυτήν,ψήφισε ομόθυμα έναν νόμο που καθόριζε ότι καταργείται κάθε άσυλο στην επικράτεια, ιστορικό, πανεπιστημιακό ή οτιδήποτε άλλο. Μετά την εξέγερση των 72 δόσεων και την αιματηρή της κατάπνιξη, δεν υπηρξε αντίδραση.
Πάντως γιά λόγους εξομοίωσης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία,υπηρχε στο άρθρο 15 ένα παραθυράκι. Οι τοπικές κοινωνίες, είχαν το δικαίωμα όχι μόνον του ανθρωπολογικού και εθνωτικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά επιστρέφοντας τα όποια κονδύλια είχαν εισπράξει την τελευταία 50ετία τοκοχρεωλυτικώς, διατηρούσαν την δυνατότητα της απόλυτης διοικητικής αυτονομίας.
Δηλαδή, με απλά λογάκια, άν δεν ήθελαν σχολεία, φροντίδες δημόσιας υγείας, κράτος,αστυνομίες και λοιπά, μπορούσαν να πληρώσουν και να αυτοδιοικηθούν, χωρίς καμία παρέμβαση του δημοσίου.Υπήρχε και δεσμευτική καταλυτική ημερομηνία γιά την δήλωση αποδέσμευσης: ήταν η πρώτη Δεκεμβρίου 2023.
Γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά κινδυνολογικά, πάει το έθνος, πάει το κράτος, μας εγάμησαν οι προστάτες, που είναι η ταυτότητά μας, ανόητα μεν, αλλά αρκούντως πειστικά γιά τις λοβοτομημένες εκείνες γενιές.
Η μόνη που δεν εμάσησε, ήταν η μικρή Κέραμος.Ανήμερα του Αγίου Ανδρέα, ο Σαββάκης Κούρτογλου,κοινοτάρχης, κατέθεσε την δήλωση αποδέσμευσης, συνοδευμένη από τις υπογραφές των 1434 ενηλίκων κατοίκων του νησιού και από μία επιταγή δώδεκα εκατομμυρίων, τριακοσίων δεκαπέντε χιλιάδων, εξήντα τριών ευρώ. Από το 1973, αυτά τα κονδύλια είχαν εισρεύσει στην νήσο.
Τα χρήματα τα βρήκαν εύκολα, από προπωλήσεις οικοπέδων και ερειπίων σε πολυεθνικές εταιρείες, τράπεζες και μεταφορικές εταιρείες.Καθώς στην Κέραμο δεν ίσχυε κανένας απολύτως νόμος,ίσχυε αυτομάτως κάθε μορφής άσυλο.
Δεν υπήρξε αεριτζής, απατεώνας, ιδεολόγος, φιλόσοφος, ποιητής, εφοπλιστής, νεόπτωχος και αλλοδαπός, που να μη τον ελκύσει το πείραμα της Κεράμου. Ο Κούρτογλου τύπωσε ένα φυλλάδιο με τους νόμους της Κεράμου που τους πέρασε στο διαδικτυο και σε μία μεγάλη λίθινη πλάκα στο λιμάνι. Μεταφέρω το περιεχόμενο:

Η Κέραμος είναι άσυλο. Το έγκλημα επιτρέπεται. Η τιμωρία του επιτρέπεται.Υπάρχει ένας νόμος, ο νόμος της ζούγκλας και ερμηνεύεται από τον καθένα ξεχωριστά.

Το νησί, πρίν αλέκτωρ κάμει το κικιρίκου, γέμισε πονηρούς και εγκληματίες, ιδιωτικούς στρατούς που φύλαγαν τους ισχυρούς,και κυριάρχησε ένα ασύλληπτο εμπόριο κάθε τύπου και είδους.Το νησί ξεπέρασε το 2025 το εισόδημα της Ηπείρου και το 2027 το εισόδημα της Αττικής.Παραδόξως, τα εγκλήματα, τα παραπτώματα και οι κλεψιές μηδενίστηκαν. Οι 44 χιλιάδες κάτοικοι είχαν πρόβλημα στέγης, οπότε ο Κούρτογλου εφάρμοσε την λεγόμενη εξάπλωση της μάσας, πείθοντας τους κατοίκους της Χερμονήσου, των Λιφάδων και της χερσονήσου της Μπάφας, να πουλήσουν το έχει τους στην Κέραμο, οπότε το Ασυλο επεκτάθηκε.
Το πείραμα της Κεράμου ενθουσίασε την παγκόσμια οικονομική κοινότητα.Παρόμοιες νησίδες-Ασυλα κυριάρχησαν οικονομικά στην Ευρώπη.Το 2055 μετρήθηκαν και βρέθηκαν τριακόσιες, κατοικημένες από δέκα εκατομμύρια ανθρώπους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπέγραψε με κάθε Ασυλο προγραμματική συμφωνία. Έστελνε τους εγκληματίες της και τους διαφορετικούς γενικώς και πλήρωνε χρήματα.
Σας διηγήθηκα μιά ιστορία που δεν σας ενδιαφέρει, κωλόπαιδα,επειδή είστε κολλημένα με την ανφάρα, το καζού, την πιποπίπα, και παίζετε με τα σκαφανδράκια σας. Οι περισσότεροι δεν έχετε βγεί από την πρωτεύουσά μας, τα Σπόρκα.Αλλά ακούστε μιά φορά και λίγη ιστορία! Κι όταν περνάτε από την Στοά της Περιπέτειας, να ξέρετε ότι εκείνο το άγαλμα ενός καμπούρη, είναι ο Σαββάκης Κούρτογλου, ο ιδρυτής της Νέας Ευρώπης πρίν έξη αιώνες.
Τό΄γραψεν ο Πετεφρής, εξαίσια φιλοξενημένος του Οίστρου,Σάββατο ξημερώματα,ενός αθέατου Ιανουαρίου.

Ετικέτες


Permalink για το "Μάθημα στα Σπόρκα"

26.1.07

Η επιταγή ...

Ήταν δεν θάταν Νοέμβρης του ’91. Του 1891. Ο Αγγελής, γιος του πιο γνωστού κατσικοκλέφτη της νοτιανατολικής Πελοποννήσου το ‘χε πάρει καιρό πριν απόφαση. Η φαμελιά είχε στόματα και η γη των ορεινών σκληρή. Στα βουνά του Πάρνωνα το ψωμί μόνο καθημερινή υπόθεση δεν ήταν. Ένας συντοπίτης είχε κάνει την αρχή περνώντας με τις καραβιές των εξαθλιωμένων τον ωκεανό. Τα γράμματα που ο Αγγελής ψιλοσυλλάβιζε στη αλαφιασμένη γυναίκα του μετανάστη -σαν έφταναν βέβαια στις αητοφωλιές της Αρκαδίας, μίλαγαν για ένα άλλο ‘κόσμο’˙ «γη της επαγγελίας», την αποκαλούσε ο παπάς.

Δεν χρειάζονταν περισσότερα o ονειροπόλος νιος για να οδηγηθεί στο μπάρκο. Περνώντας από το, φοβερό για τους μεσογειακούς μετανάστες, Ellis Island, το Καστριγγάρι των Ρωμηών, ο έφηβος γνώρισε δύο παιδιά μεσόγειοι κι αυτοί, ξαδέρφια από τη νότιο Ιταλία -ο ένας ήταν σα φυματικός από την πείνα και με χίλια ζόρια μπήκε στη χώρα. Γίνανε αμέσως φίλοι, κι ο Αγγελής με τη βοήθεια ενός σύντεκνου πλαστογράφησε ένα ιατρικό χαρτί για πάρτη του μικρού Ιταλιάνου. Μεγάλο πράγμα. Πολύτιμη γνωριμία για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν..

Στη συνέχεια, και μετά από μια σύντομη όσο και μάταιη περιπλάνηση στο Μεγάλο Μήλο, βρήκε το δρόμο για την Άγρια Δύση. Στην αρχή έσπαγε πέτρες για το σιδηρόδρομο-δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη το αμερικάνικο όνειρο. Η κατάκτηση της Δύσης από τους carpet-buggers συνεχιζόταν. Και οι ανάγκες πολλές. Δουλειά σκληρή και εξοντωτική για άντρες ψημένους, πόσο μάλλον για ένα μάλλον λεπτοκαμωμένο πιτσιρικά που κοιμόταν και ονειρευόταν τα βουνά της πατρίδας του. Σε σχολειό φυσικά δεν πήγε -αλλά τη γλώσσα για να συνεννοηθεί την έμαθε τσάτρα πάτρα. Δεν υπήρχαν συμπατριώτες στο κλιμάκιο που δούλευε, μόνο κάτι Καλαμπρέζοι -οι λοιποί κάτι ντερέκια! σκληροτράχηλοι Ιρλανδοί και κάτι λίγοι Κινέζοι.

Τη νύχτα που ονειρεύτηκε στα αγγλικά, τρόμαξε. Ορκίστηκε στον εαυτό του πως ποτέ δε θα λησμονούσε την πατρίδα. Και παρά τις δυο δεκαετίες και βάλε που ξόδεψε στα ξένα, ποτέ δεν έμαθε καλά αγγλικά..

Κατόπιν, ήρθε το Κλοντάϊκ-πολυυύ μακριά. Ο μικρός είχε καταλάβει πως δεν θα την πάλευε για πολύ στα τραίνα. Ένας γερμανός παλιός χρυσοθήρας του μίλησε για κάτι κοιτάσματα χρυσού, που είχαν πρόσφατα ανακαλυφθεί στην παγωμένη Αλάσκα. Γυρεύανε, λέει, χέρια εκεί για την επεξεργασία. Και πληρώνανε καλά. «Και αν ήσουνα τυχερός»..

Τα πράγματα φυσικά δεν ήσαν έτσι. Τα μεροκάματα καλά, αλλά οι συνθήκες άγριες. Και είχε να στείλει και στο σπίτι: ο πατέρας στη μπουζού- μετά από μια αποτυχημένη ‘επιχείρηση’ σε μια πλούσια στάνη -ίσως και τη μόνη. Η μάνα με φουσκωμένη κοιλιά και ένα αδελφό στην κούνια όταν έφυγε, συν τους παππούδες ε.., βασιζόταν πάνω του. Γνώριμες ιστορίες. Μα εκείνος δεν τους διέψευσε τότε. Ούτε και μετά, όταν πήρε στην καμπή πια του αιώνα τα αδέρφια του μαζί. Να πάνε σχολείο και να αναστηθούν στην πλούσια χώρα. Ο πόθος του ακάματου Μωραϊτη..

Περιπλανήθηκαν, φαίνεται, αρκετά. Ποτέ δεν μάθαμε όλη την αλήθεια. Ο παππούς-γιατί για αυτόν μιλάω τόση ώρα.., είχε φτιάξει κομπόδεμα. Άλλος λέει, βρήκε ένα σβώλο στη στοά και τον κράτησε, άλλος πάλι ισχυρίζεται πως στην Καλιφόρνια κάτι εμπορεύτηκε το ‘07, (να ‘τανε στο Φρίσκο;) και έτσι ψιλο-φτιάχτηκε. Δεν ξέρω -αλλά, όπως και να ‘χει την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκαν στο Σικάγο. Είχε έρθει να τον βρει λίγο πριν ο Γιάννης -το ’10 θα αριβάριζε κι ο μικρός, ο Δήμος. Τον τρέμανε τότε τον παππού-ήτανε κι άπραγοι, βλέπεις.

Η οικογενειακή συνοχή δε διατηρήθηκε και πολύ: το ’12 η μικρά Ελλάς μπήκε δυναμικά στο παιχνίδι της μοιρασιάς του καταρρέοντος οθωμανικού γίγαντα «με τα πήλινα πόδια». Ο Αγγελής, συντηρητικός μα βαθειά φιλόπατρις άνδρας είχε δώσει χρήματα από το υστέρημα του τα έτη που προηγήθηκαν, για την ενίσχυση του βασιλικού στόλου. Τα νέα για την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο τάραξαν τη βουερή και διαρκώς αναπτυσσόμενη γειτονιά των Ρωμηών στο κεντρικό Σικάγο. Ο παππούς δύο βράδια δεν κοιμήθηκε. Το τρίτο πρωί, σηκώθηκε αποφασισμένος.

Το μανάβικο στο Γιάννη, το φτενό εστιατόριο που με χίλια βάσανα και περισσότερα δανεικά είχε πρωτανοίξει, στο μικρό. Αναστατώθηκε η γειτονιά: «που πας Αγγελή στα 36 σου να πιάσεις όπλο; Ήξερες και χτες..;». Μα εκείνος ήταν αμετάπειστος. Σε μια εβδομάδα ήταν ήδη στο πλοίο της επιστροφής. Σαλπάροντας ο μεγάλος αδερφός, άφησε ευχή και κατάρα στους μικρούς να κοιτάξουν τις δουλειές τους, να μείνουν πάντα μονιασμένοι και να γυρίσουν σύντομα στην πατρίδα. Θα του ‘διναν λογαριασμό σα γύριζαν με το καλό, πίσω.

Κάπως έτσι, ο Αγγελής, από μαγαζάτορας στο Σικάγο βρέθηκε οπλίτης σε μάχιμη μονάδα, απ’ αυτές που έδωσαν δύσκολες μάχες στο Σαραντάπορο και αργότερα στο Μπιζάνι. Τα μακεδονικά βουνά, ωστόσο, δεν του άφησαν τις καλύτερες αναμνήσεις. Προς τα τέλη του Β’ Βαλκανικού, ο παππούς εισέπραξε ένα βαρύ τραύμα στον αριστερό μηρό. Πρόσκαιρα έμεινε σχεδόν κουτσός. Για τα υπόλοιπα εξήντα και βάλε χρόνια της ζωής του θα το κουβάλαγε μαζί του χωρίς ποτέ, καταπώς έλεγε ο ίδιος να το μετανιώσει. Το πόδι θα το ‘σερνε χάμω μα στο μυαλό δεν τον έπιανε κανείς! Παντρεύτηκε μια γυναίκα που του προξένεψαν από τα κοντινά χωριά -εκείνα που θα ιστορούσε αργότερα ο Βαλτινός στην Ορθοκωστά, και συν τω χρόνω νοικοκυρεύτηκε. Αράδιασε κουτσούβελα, αγόρασε γη και πρόσμενε τα αδέλφια του.

Ο Δήμος είχε ξεκινήσει παράλληλα με το μαγαζί να παρακολουθεί μαθήματα σε ένα τεχνικό κολλέγιο-μα δε φάνηκε να τον πολυσκοτίζει. Τα κατάφερνε περίφημα σε άλλα πράγματα: στο μπαρμπούτι, στα χαρτιά και πάνω απ’ όλα στις γυναίκες. Γιατί του αρέσανε οι Αμερικάνες! Ήταν κι ωραίος άντρας, το μαρτυρούν αδιάψευστες οι φωτογραφίες του.. Όταν δε κόλλαγε το μαλλί με τη μπριγιαντίνη και ντυνότανε ομορφονιός με κουστουμιές ατσάκιγες, ‘έγραφε’ στο South End. Εκεί εξάλλου μένανε και οι παρέες του. Κάτι Σιτσιλιάνοι ολκής. Εκεί έκαψε καρδιές και κάηκε κι η γούνα του. Μετά. Γιατί τα ζάρια ήτανε γλυκά -μα τα όβολα δεν ήσαν επαρκή..

Ο Γιάννης αρρώστησε βαριά -χρειάστηκε να νοσηλευτεί. Τα έξοδα πολλά. Κι ο Αγγελής απ’ την πατρίδα, τι να τον ορμηνέψει; Το μανάβικο σύντομα έγινε δίφραγκα για το τζόγο. Τον καιρό που η Λουζιτάνια βυθίστηκε και ο Θείος Σαμ βγήκε στον πόλεμο ενάντια στην κεντρική συμμαχία του Κάϊζερ, ο Δήμος φλερτάριζε με τη «στενή». Τ’ αγγλικά του άψογα, πέρναγε για ραντιέρης ή και για μπίζνεσμαν στους κύκλους που σύχναζε, αλλά ο κύκλος έκλεινε απειλητικά γύρω του. Τότε ήταν που γνώρισε από κοντά τον Giovanni Torrio.

Ο ‘Papa Johnny’ είχε μετακομίσει στο Σικάγο σχεδόν μια πενταετία πριν και είχε ήδη γίνει διάσημος από την εκτέλεση μελών της Μαύρης Χείρας που παρενοχλούσαν ένα θειό του-ονομαστό νονό της περιοχής. Ο Ιταλός, «First of the Gang Lords» τον αναφέρει η μεταγενέστερη βιογραφία του, φαίνεται πως δεν δυσκολεύτηκε να ταυτίσει το επώνυμο του λιμοκοντόρου, που επισκεπτόταν συχνά το πολυτελέστερο μπορντέλο της πόλης, με τον Ρωμηό που με προσωπικό του κίνδυνο τον ‘έσωσε’ στο Ellis Island είκοσι τόσα χρόνια πριν. Έχοντας μεγαλώσει στους δρόμους του Μπρούκλυν είχε πάρει για τα καλά τον άλλο δρόμο -αλλά το χρέος, χρέος..

Μέρος της Ομερτά.

Δεν θα ‘τανε δύσκολο για τον μπασμένο στα κόλπα ανερχόμενο μπόση της περιοχής να δείξει στο Δήμο πως του τη ‘στήνανε. Γούσταρε και το άνετο στυλ και το ανεπιτήδευτο λούστρο του Έλληνα. Και ο άλλος μάλλον δεν εφείσθη θαυμασμού.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν πρέπει να ζορίστηκε ο νεαρός για να πάρει το αίμα του πίσω. Με τη δεδομένη στήριξη του ισχυρού φίλου του, που διέθετε επίσης το παρανόμι ‘The Fox’, ο Δήμος ξεκίνησε φορτσάτα για τη ρεβάνς. Στα δυο χρόνια-μέχρι δηλαδή να επικρατήσει η Αμερική στο Μεγάλο Πόλεμο- ο Δήμος είχε τσιμπήσει –κυριολεκτικά- πίσω το μαγαζί του καθώς και ένα μεγάλο μπακάλικο στη γωνία της South Wabash Avenue με την 124. Στα ζάρια ασφαλώς.

Στα 1920 ξεκίνησε η Ποτοαπαγόρευση. Ο νόμος ήταν σαφής. Απαγορεύεται η παρασκευή, μεταφορά και πώληση οινοπνευματωδών-όχι και η κατανάλωση. Σοφή χώρα «εξαπανέκαθεν» η Αμερική! Και πάντες οι πορευόμενοι επ’ αυτής. Ο Δήμος άνοιξε κανα δυο μαγαζιά ακόμα: ένα κουρείο κι ένα δερματάδικο. Αλλά δεν παντρεύτηκε κι ας ήταν το καμάρι της συνοικίας. Τριγυρνούσε βέβαια με διάφορες-ποτέ Ελληνίδες. Κι όταν έπαιρνε γράμματα από την πατρίδα, απαντούσε μάλλον αόριστα πως ήθελε ακόμη κάποιο καιρό εκεί για να κλείσει κάποιες εκκρεμότητες. Εξάλλου ένιωθε μόνος. Ο Γιάννης εξασθενημένος από μια βαρειά πνευμονία, τα ‘χε μαζέψει από το ’18. Μα δεν έφτασε πίσω, έμεινε στη Λισαβώνα θύμα της ισπανικής γρίπης.. Ο πατέρας του ο Νικολής είχε πεθάνει χρόνια πριν -η μάνα του ας περίμενε λίγο ακόμη. Ποιά Ψωροκώσταινα κι αηδίες..

Στην πόλη του όλα πήγαιναν άψογα. Οι φίλοι του Ιταλοί κυριαρχούσαν παντού-ο Έλληνας είχε γνωρίσει εξαρχής και ένα αμίλητο νεοφερμένο παιδί με άσχημη φήμη ακόμα και ανάμεσα σε σκληρούς άνδρες στα βίαια σοκάκια του downtown, τον Αλ που όλοι φώναζαν «Σημαδεμένο». Γρήγορα ο Giovanni Torrio αναγόρευσε το νεαρό Καπόνε σε δεξί του χέρι. The age of affluence. Η ραγδαία αύξηση των κερδών συγκρινόταν μόνο με την χωρίς προηγούμενο κλιμάκωση της βίας. Καθώς εξελισσόταν η πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, το λαθρεμπόριο κάθε λογής αλκοόλ τράπηκε στο μεγάλο στοίχημα στο πλούσιο Ιλινόις. Ο Τόριο το ‘χε πιάσει για τα καλά το κόλπο. Τα πράγματα σκουρύνανε αναπόδραστα μετά από δυο απόπειρες κατά του Παπα-Τζόνυ, κι ο Ιταλός μέντορας έδωσε το χρίσμα στον αποδεκτό από τις υπόλοιπες οικογένειες Capone.

Πρόβλημα δεν ήταν μόνο η Αστυνομία -ήταν και οι Ιρλανδοί στα πέριξ. Ο Δήμος είχε σχεδόν ταυτίσει τη τύχη του με τους παντοδύναμους φίλους του. Σύχναζε καθημερινά στο θρυλικό Cotton Club και τα ‘χε μπλέξει με μια Πολωνέζα χορεύτρια του μαγαζιού, σωστή καλλονή. Βέβαια, τα πράγματα δεν ήσαν πάντα ήρεμα. Όταν δυο φορτηγάκια του κάηκαν μυστηριωδώς μια νύχτα, το ‘πιασε το μήνυμα. ‘Βαράγανε το σαμάρι για να ακούσει ο γάιδαρος’, λέγανε στα μέρη του. Βλέπεις, το μαγαζί με τα δέρματα ήταν στο Lincoln Park, στην περιοχή του Νorth Side μακριά από κάθε δυνατότητα ‘προστασίας’. Πολλές φορές είπε «να πουλήσει», έτσι δηλαδή έλεγε αργότερα, αλλά οι ‘φίλοι’ του θέλανε το βένιο [=venue], προκεχωρημένο φυλάκιο στην καρδιά των Ιρλανδών. «Πάντως, για όσα έγιναν στο σχεδόν διπλανό γκαράζ της SMC Cartage Company το πρωί της 14ης Φεβρουαρίου 1929, δεν μιλούσε ποτέ», [έλεγε συχνά με δέος –πολυύ μετά- ο πατέρας].

«Η σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου», γιατί έτσι έμεινε στην ιστορία η αιματηρή συμπλοκή της συμμορίας του Καπόνε με το βασικό ανταγωνιστή του George Moran, για τους φίλους ‘Bugsy’, σήμανε το τέλος των Ιρλανδών στο Σικάγο-μα δε συνοδεύτηκε από ρωμαϊκό θρίαμβο. Ο Αλ, ωστόσο, δεν πρόκανε να τη χαρεί-σε δυο χρόνια βρισκόταν στο σκαμνί του Federal Court κυνηγημένος άγρια από τον Elliot Ness. Το Αλκατράζ τον ξέκανε σωματικά και ψυχικά-όχι όμως και τους γύρω του.

Το Οκτώβριο του 1929, το Κραχ στη Γουώλ Στρητ, διέλυσε για πάντα την εποχή της αθωότητας. Η οικονομική κρίση που προκάλεσε, σάρωσε τα μεσοαστικά στρώματα, εξαθλίωσε τους μισθωτούς και αφάνισε περιουσίες. Όπως μας έδειξε ο Τζων Στάϊνμπεκ, είχαμε πια στην ίδια τάξη «ανθρώπους και ποντίκια»..

Ο Δήμος σε εκείνη τη φάση έκλεινε είκοσι χρόνια στην ξενιτιά -μα πάλι δε φαινόταν πολύ πρόθυμος να γυρίσει.. Το Depression τσάκισε τις επιχειρήσεις και εξανέμισε τις -έχω λόγους να πιστεύω- παχυλές οικονομίες του. Τις ρέστες τις ρούφηξε η Πολωνέζα του -ο έρωτας της ζωής του. Στα σαράντα του βρισκότανε εκεί που ξεκίνησε, με λίγα κιλά παραπάνω και πολλές-πολλές γνώσεις. Για τη ζωή, ασφαλώς. Ξενοίκιασε το πολυτελές διαμέρισμα του στην πιο καλή γειτονιά, συγκέντρωσε όσα μπόρεσε από τα χρωστούμενα του, δηλαδή κάτι πάνω από το τίποτα. Ποιός είχε να του αποδώσει εκείνα τα χρόνια..? Και ξεκίνησε πάλι με τα βασικά κόζα στον καιρό της κοινωνικής απορύθμισης. Χαρτάκι, μπαρμπούτι -που, όσο να ‘ναι τα τσίμπαγε μαλακά τα οστά, και ‘παλιά μου τέχνη κόσκινο’...

Εδώ το πράγμα γίνεται κομματάκι δύσκολο στην παρακολούθηση. Γιατί αίφνης ο μελαχρινός άντρας με το ειρωνικό χαμόγελο βρέθηκε στον αφρό. Να ‘χε και άλλα φράγκα φυλαγμένα; Δύσκολο, μάλλον του κάθισε καλά η μπίλια στο Βέγκας. Ο Δήμος έφτασε στο Sin City στις 19 Μαρτίου 1931, την ημέρα των γενεθλίων του-το γράφει αυτό σε κάτι γράμματα που βρήκα πρόσφατα, και εκείνη την πρώτη νύχτα αποθέωσε το τραπέζι του μπλακτζακ. Κόμπαζε μετά, πως μόνο τα κορόιδα κάθονται στις ανήλιαγες αίθουσες πάνω από ένα μερόνυχτο και τα ‘κοτόπουλα’. Κάτι έτσι -κάτι αλλιώς, μάζεψε ένα καπιτάλι για να στήσει μια λέσχη στην πόλη του. Στο Σικάγο.

Την επόμενη χρονιά αποφάσισε, κανείς δεν ξέρει ακριβώς γιατί, να επισκεφτεί την Πατρίδα. Ίσως η μάνα που αργοπέθαινε, ίσως μια επιθυμία να δει τον τόπο που γεννήθηκε, δεν ξέρω, ήταν περίεργος άνθρωπος ο Δήμος. Με το που μπήκε το ‘τέρας’ της «Ηπειρωτικής» στο λιμάνι σφυρίζοντας, πρέπει να τα ‘δε όλα. Ή μάλλον όχι -τα είδε σαν κατόρθωσε με χίλια βάσανα να φτάσει στη γενέτειρα. Δεν είχε ειδοποιήσει κανένα- δεν τον περίμενε κανείς. Η οικογένεια είχε μετακομίσει στα πεδινότερα -προς την Αργολίδα. Τους βρήκε σε ένα μικρό χωριό που όριζαν ως τσορμπατζήδες. Έμεινε καμιά δεκαπενταριά μέρες. Με το ζόρι. Τι σχέση είχε αυτός με τους βοσκούς και τους σέμπρους στα χωράφια; Ο Αγγελής είχε φυσικά άλλη γνώμη. Ο παραδοσιακός στις ιδέες μεσόκοπος πια μωραϊτης δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί πως ο μικρός αδερφός είχε γίνει ένα ‘αμερικανάκι’. «Κείνα που κοροϊδεύαμε, γαμώ τον οβραίο μου..», έκραξε τη μόνη φορά που ύψωσε τον τόνο της φωνής του και έφτυσε με αηδία.

Έγινε ασφαλώς ο κακός χαμός. Μα εξίσου αναμενόμενα δεν άλλαξε κάτι. Ο Δήμος αποχώρησε το ξημέρωμα σιωπηλός. Φίλησε την κατάκοιτη μάνα, της άφησε και κάτι λεφτά. Της έταξε πως θα ξαναρχόταν το άλλο καλοκαίρι. Μόνιμα. Θα την έπαιρνε μαζί του στην Αθήνα-δεν ήταν δυνατό να ζούνε στο χωριό! Κάτι πήγε να ψελλίσει η γραία, μα δεν είχε και νόημα. Ας ερχόταν το παιδί. Το παιδί, ωστόσο, το είδε αλλιώς. Δεν ξέρω αν διαβαίνοντας τα σύνορα της περιφέρειας, έπιασε μαύρη πέτρα, το σίγουρο πάντως είναι πως έκτοτε δεν γύρισε πίσω ποτέ.

Στο Σικάγο αγόρασε καινούριο κάρο, το «ακριβότερο» έλεγε το γράμμα που διάβαζε ο πατέρας μου στη μάνα του. Πήρε και εξοχική κατοικία στο Βερμόντ. Πόθεν τα περισσεύματα; Ο Δήμος γυρνώντας έκανε το κόλπο γκρόσο. Η λέσχη πήγαινε καλά κι ο ίδιος διατηρούσε τις παλιές φιλίες έναντι αξιοπρεπών τιμημάτων-αυτές εξάλλου τον προστάτευσαν. Από τους ένστολους και τους λοιπούς οπλοφορούντες. Στα μέσα του ’30 έγινε το μπαμ. Οι λεπτομέρειες παραμένουν στο σκοτάδι. Σε ένα βράδυ, πάντως, βεβαιωμένα περιήλθε στην κατοχή του ένα εικοσαόροφο ξενοδοχείο. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, στα χαρτιά -όχι στα ζάρια. Ο ίδιος έλεγε πως στη συμφωνία περιλαμβανόταν και η γυναίκα του άλλου, αλλά ποτέ δεν τη ‘διεκδίκησε’. Ναι, το ΄χε μάλλον αυτό. Ήταν υπεράνω..

Τα υπόλοιπα ήσαν μάλλον εύκολα. Ο Δήμος ήταν πια ένας εξέχων εντερπρενέρ, a well-respected figure among his fellow-citizens. Πούλησε και τη λέσχη, δε βοήθαγε πια. Μάλιστα λένε πως ξέκοψε και από τους παλιούς φίλους. Αυτό φυσικά το πλήρωσε αργότερα -πάντα τα πληρώνεις αυτά, αλλά δε βαριέσαι.. Δυο νύχτες πριν το Περλ Χαρμπορ, αγόρασε και ένα μεγάλο εστιατόριο στη Νέα Υόρκη. Ο πόλεμος τον κράτησε στάσιμο -ίσως και να τον πήγε λίγο πίσω. Η ζωή του πάλι όδευε καλώς. Αν το ‘καλώς’ μπορεί να θεωρηθεί ένας δεύτερος γάμος, ένα δεύτερο διαζύγιο, δυο, τρεις, τέσσερις γκόμενες, άπειρες περιστασιακές, κλπ.

Γερνούσε όμως, γιαυτό το πάλευε διπλά. Κάτι οι διατροφές, κάτι οι κακές επιλογές στις μπίζνες, του ‘κατσε κάπως στραβά. Το χειρότερο βέβαια ήταν πως είχαν αλλάξει οι καιροί και οι συνήθειες. Οι νέες ομάδες στην πιάτσα δεν είχαν τη μπέσα των παλιών, οι μισοί γνωστοί του από κείνους τους κύκλους ήταν στο Σινγκ-Σινγκ και οι άλλοι μισοί κάτω απ’ το χώμα, είχε κι αυτός ‘αποστασιοποιηθεί’.. Το μεγάλο ρεστοράν στην Ν. Υόρκη πήρε φωτιά και η ασφάλεια δεν τον κάλυπτε. ‘Ήταν, λέει, δικό του λάθος’. Μαζεύτηκε στο Τσίκαγκο. Μισό αιώνα μετά την έλευση του στη νέα γη, ο ανιψιός του -γιος του Αγγελή που του είχε κόψει κάθε επαφή, ήρθε στην πόλη για μεταπτυχιακές σπουδές. Ο Φώτης είχε δει το μπάρμπα του μόνο μια φορά στα μικράτα του. Βοούσε ωστόσο το χωριό και η επαρχία ολόκληρη για τα κατορθώματα του -αν και όχι για τις περιορισμένες δωρεές του. Ο ανηψιός διατηρούσε μεταπολεμικά μια αραιή επικοινωνία με το θείο, αλλά μέχρις εκεί.

Έμεινε στο ξενοδοχείο του που –κοίτα σύμπτωση- φιλοξενούσε τη συμμορία του Μπάγκσυ Μοράν στο μεσοπόλεμο και ώρες διηγούνταν με τη σειρά του στο μικρό γιο του στα late ‘70s για τις απίστευτες πατέντες που είχε εκείνο το κτίριο. «Δυο κρυφά ασανσέρ, καταπακτές παντού, έξοδοι εξαερισμού που γίνονταν έξοδοι κινδύνου, κρυφές αποθήκες» και άλλα κι άλλα..

O Φώτης δεν ήταν άνθρωπος που θα ανεχόταν το δεσποτικό χαρακτήρα που ‘χε πια αναπτύξει ο μπάρμπας του. Μπήκε στη δουλειά δουλεύοντας σα σκυλί-για ψίχουλα Ήταν εργατικός, βλάκας από μπίζνες μα και ακέραιος όσο δεν πάει. Πήρε πρέφα τη μηχανή που γινότανε. Μια μέρα, του δειξε on the spot πως τον έκλεβαν η γυναίκα του και ο –από άλλο γάμο- γιος της, μα ο Δήμος στράβωσε. Τον γαμωσταύρισε, ‘δι’ ασήμαντον αφορμή’ κι ο Φώτης άσπρισε από την οργή του. Πήρε των ομματιών του και πήγε στη διπλανή φάμπρικα -παρασκεύαζε σοκολάτες γάλακτος. Από τότε του ‘μεινε το κουσούρι της σοκολάτας μέχρι τα τέλη της ζωής του.. Σπούδασε στο Καθολικό Πανεπιστήμιο Ιγνάτιος Λογιόλα και αποκαλούσε το θειό «γέρο-Ιησουίτη». Θα ΄χε τους λόγους του. Θυμίζω εδώ πως ο Δήμος δεν έδωσε ποτέ λογαριασμό για το μαγαζί και τα λεφτά που του άφησε ο Αγγελής σαν έφυγε κάποτε για την Ελλάδα. Και ο Δήμος πάντα απέφευγε αυτή την κουβέντα..

Μιλώντας στην οικογένεια του για τις εμπειρίες του στην Αμερική, ο Φώτης αναφερόταν στον υπέργηρο πια -μα ενεργητικό καθώς μαθαίναμε- Δήμο και στη ζωή του. Διατηρούσε κάτι τυπικές σχέσεις, κανα τηλέφωνο, κανα γράμμα. Κάπως έτσι (;) μάθαμε πως ο Δήμος παντρεύτηκε πάλι. Στα 87 του. Είδαμε κάπου και φωτο της εκτυφλωτικής ξανθιάς. Σαν τον παππού με την Πάμελα Άντερσον, ένα πράμα. Όλα καλά. Το μήνα που ανέβηκε ο Αντρέας στην εξουσία, ο Δήμος τα τίναξε. Τα κακάρωσε ρε παιδί μου. Στην εκκαθάριση της διαθήκης του αναφερόταν ένα ποσό που πλησίαζε οριακά τα πενήντα εκατομμύρια δολάρια. Στο σπίτι ήρθε δια κλητήρος ένα βροχερό πρωί μια επιταγή-με μια συνημμένη επιστολή από το δικηγόρο του θανόντος που ‘γραφε πως «ο διαθέτης απέδωκεν την νόμιμον μοίραν, εκπληρών το ηθικό χρέος του προς τους στενούς του συγγενείς». Η επιταγή έφερε πάνω της την ένδειξη ‘χίλια δολάρια’.

«Το μπάσταρδο», είπε ο πατέρας σχίζοντας την στο κατώφλι της εξώπορτας πριν τον προλάβει κανείς. «Το γερο-μπάσταρδο».

Και δεν ξαναμίλησε ποτέ γιαυτό.

ΥΓ. Τα ονόματα που αναφέρονται είναι παραλλαγμένα.

Δεν πρόκειται για μυθιστορία.

Suigenerisav

Ετικέτες


Permalink για το "Η επιταγή ..."

24.1.07

Ανθεκτικές ιώσεις ...

Όπως πολλοί από εσάς θα έχετε ακούσει, στις αρχές του 21ου αιώνα το φαινόμενο του θερμοκηπίου συνέχιζε να εκδηλώνεται ανεξέλεγκτα. Περίπου στα μέσα της πρώτης δεκαετίας, συγκεκριμένα τους λίγους πρώτους μήνες του έτους 2007, η σχεδόν αφύσικη καλοκαιρία είχε προξενήσει αρκετά προβλήματα στους ανθρώπους. Οι χειμωνιάτικες καλλιέργειες δεν πήγαιναν καλά, οι πόλεις είχαν γεμίσει μύγες και κουνούπια, το κόστος της θέρμανσης είχε μειωθεί. Υπήρχαν μάλιστα σοβαροί φόβοι για επερχόμενη περίοδο ξηρασίας, καθώς δεν χιόνιζε πουθενά. Το πιο εξωφρενικό όμως ήταν οι ιώσεις, καθώς η ζέστη είχε κάνει τους ιούς πολύ ανθεκτικούς και ο πληθυσμός ταλαιπωρείτο. Σε δελτία ειδήσεων ή εφημερίδες της εποχής ή ακόμα και σε cache ειδησεογραφικών ιστοσελίδων, τα θέματα που αφορούν τις ιώσεις και την ανθεκτικότητά τους ήταν διαρκώς στα πρωτοσέλιδα. Αντιβιοτικά και αντιπυρετικά αποδεικνύονταν ανεπαρκή και οι ειδήσεις ήταν γεμάτες αρρώστους που παραπονιόντουσαν για πόνους σε όλο τους το σώμα.

Σε μια τέτοια εποχή ξέσπασε ο ιός των χρωμάτων.

Δεν είναι βέβαιο από πού προήλθε ο ιός αυτός. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η πιο πιθανή εξήγηση είναι κάποιο πείραμα κρατικών ή παρακρατικών υπηρεσιών για βιολογικό πόλεμο, που εξελίχθηκε πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι περίμεναν. Το βέβαιο είναι ότι λίγο καιρό μετά από μια ανεπιτυχή επίθεση με ρουκέτα σε πρεσβεία των ΗΠΑ, σε μια δημόσια πολιτική ομιλία, ο πολιτικός άρχισε να βγάζει από το στόμα του χρωματιστές φούσκες, καθώς μιλούσε. Οι παρόντες ανησύχησαν και ξεκίνησε μια ακατάσχετη βαβούρα, καθώς σχολιάζανε το γεγονός. Όσοι εκφράζανε ειλικρινή ανησυχία έβλεπαν να βγαίνουν από το στόμα τους κορδέλες σε πένθιμα χρώματα και κυβιστικά μοτίβα , ενώ όσοι εντελώς ανόητα διατύπωναν βιαστικές θεωρίες για το τι είναι αυτά τα μπαλόνια, ξεκίνησαν και αυτοί να βγάζουν πολύχρωμες φούσκες.

Το ζήτημα ήταν ότι αυτός ο ιός δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον. Ήταν απίστευτα μεταδοτικός, αλλά πέρασαν μέρες για να καταλάβουν τι αντιμετώπιζαν. Τα συμπτώματά του ήταν πολύ περιορισμένα: δεν έφερνε πυρετό ούτε διάρροιες. Το μόνο σύμπτωμα ήταν ότι μόλις μιλούσε ένας ασθενής γέμιζε τον χώρο γύρω του με χρωματιστές αναπαραστάσεις του νοήματος των λέξεών του, συνήθως σε αφηρημένα σχήματα που κάλυπταν όλη την παλέτα του ουράνιου τόξου. Έδειχναν όμως το αληθινό νόημα πίσω από τα λεγόμενά του. Και αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, έφερε πολλούς σε δύσκολη θέση.

Γιατί ναι μεν οι ερωτευμένοι γέμιζαν τον τόπο λαμπερά φύλλα χρυσού, που έπαιρναν το σχήμα περιστεριών και πετούσαν, αλλά αν η έκφραση της αγάπης και οι όρκοι πίστης ήταν ψεύτικοι, εμφανίζονταν πολύχρωμες μαϊμούδες που γελούσαν. Όταν κάποιος έλεγε ένα τυποποιημένο «αγάπη μου» σε μια κοσμική συνάντηση εμφανιζόταν μια πελώρια χρωματιστή φούσκα που έσκαγε γεμίζοντας τον τόπο ιριδίζουσες σαπουνάδες. Αν ένας πωλητής ήξερε τι έλεγε στον πελάτη, όλα καλά, αν όμως προσπαθούσε να τον ξεγελάσει, εμφανίζονταν φύκια που έδειχναν σαν μεταξωτές κορδέλες (διαπιστώθηκε ότι οι τράπεζες είχαν πολύ σημαντικά προβλήματα με αυτή την κατάσταση). Και στα διάφορα μεγαλεπήβολα meeting των εταιρειών, όλο και περισσότεροι αεριτζήδες έφευγαν με το κεφάλι κατεβασμένο καθώς στην πρώτη δύσκολη ερώτηση αντί να παραδεχτούν την άγνοιά τους μιλούσαν και έβλεπαν γύρω τους αποκρουστικούς διαφανείς όγκους, άσχημους και με ανόητα εξαρτήματα κολλημένα απάνω τους, προφανώς χωρίς καμία χρησιμότητα. Οι πολιτικοί, για να αμυνθούν, δέχονταν πλέον να εμφανιστούν μόνο στο ραδιόφωνο, αλλά και αυτό δεν αρκούσε γιατί το ραδιόφωνο θεωρήθηκε κόλπο – και από εκείνη την μακρινή περίοδο μας έμεινε η παροιμία «αυτός μπορεί να μιλήσει μόνο στο ραδιόφωνο»

Το σύνολο του τύπου πέρασε μια περίοδο πανικού, αφού όπως είπαμε ο ιός ήταν τρομερά μεταδοτικός και, λόγω καιρού, ιδιαίτερα ανθεκτικός. Σύντομα αποτέλεσε πανδημία στον πλανήτη και υπήρχε πολύς κόσμος που έδειξε να εκμεταλλεύεται τις νέες δυνατότητες: ποιητές έγιναν διάσημοι για την ομορφιά των χρωμάτων που τους ακολουθούσαν, και άνθρωποι άγνωστοι στο ευρύ κοινό βρέθηκαν στο κέντρο ενός θετικού κυκλώνα επικαιρότητας απλώς και μόνο επειδή πρόσεχαν τι έλεγαν. Λίγους μήνες μετά, ξεπήδησαν νέες μορφές τέχνης όταν μια ομάδα μεταναστών στο Παρίσι πειραματίστηκε και βρήκε πώς να ελέγχει τα μοτίβα και την ποικιλία των χρωμάτων – αν και στάθηκε αδύνατο να παρακάμψουν την ανάγκη ειλικρίνειας που ο ιός επέβαλε. Κάποιοι Ιάπωνες βρήκαν τρόπο να συνδυάσουν το οριγκάμι με την ίωση των χρωμάτων. Κατόπιν διαπιστώθηκε ότι κάποιοι Βουδιστές μοναχοί πλημμύριζαν τον χώρο γύρω τους με χρώματα χωρίς να μιλάνε, απλώς διαλογιζόμενοι, αλλά δεν τους ένοιαζε. Η ανθρωπότητα αφομοίωνε τον ιό.

Μετά από λίγους ακόμη μήνες είχε σταθεί πια αδύνατον για οποιονδήποτε να διατυπώσει σκέψεις που δεν πίστευε και δεν εννοούσε. Η διεθνής κοινή γνώμη, που στην αρχή είχε πανικοβληθεί, μεταστράφηκε υπέρ του ιού. Επιστήμονες που ερευνούσαν την θεραπεία αρνήθηκαν να συνεχίσουν και έφυγαν από τα εργαστήρια για να συμμετέχουν σε ομάδες που χρωμάτιζαν πεταλούδες και παραδείσια πτηνά. Δημοσιογράφοι μιλούσαν για οτιδήποτε τους ενδιαφέρει αληθινά και έβρισκαν ανταπόκριση. Πολιτικοί αναγκάζονταν να εμπιστευτούν στον κόσμο τις επιπτώσεις που θα έφερνε μια λαϊκίστικη απόφαση, οπότε τους βοηθούσαν να πάρουν την καλύτερη απόφαση. Ακόμα και στον επαγγελματικό χώρο, ξεχώρισαν οι άνθρωποι που πρόσφεραν λίγα αλλά ουσιαστικά από αυτούς που έδιναν πολλά και κούφια. Οι άνθρωποι της εποχής αναγκάστηκαν να αγκαλιάσουν μια στάση ειλικρίνειας προς όλους και προς όλα.

Και είχαν ξεκινήσει όλα από έναν ιό που δυνάμωσε από την ασυνήθιστη ένταση του φαινομένου του θερμοκηπίου.

Το τέλος της ιστορίας δεν το ξέρουμε, συνεχίζουμε να το ζούμε. Ευγνωμονούμε όλοι τους μακρινούς προγόνους μας, που βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια άγνωστη ίωση και διάλεξαν να την αντιμετωπίσουν σαν αφορμή για να αλλάξει ο κόσμος. Αλλά τους καταλαβαίνουμε όλο και λιγότερο: γιατί χρειάστηκε να αρρωστήσουν για να αποφασίσουν τα προφανή; Δεν θα έχουμε ποτέ μια σίγουρη απάντηση. Θα έχουμε μόνο τον ανοιχτό δρόμο προς τα μπρος.

Μπαμπάκης

Ετικέτες


Permalink για το "Ανθεκτικές ιώσεις ..."

23.1.07

Σημείωμα από τη ... reception του Φιλοξενείου



Πρώτη εβδομάδα με το Φιλοξενείο ανοιχτό. Η στέγη αυτονομήθηκε, οι κρατήσεις συνεχίζονται, η σειρά προτεραιότητας πασχίζει να τηρηθεί. Η συμμετοχή και η προθυμία εξακολουθούν να με εκπλήσσουν ευχάριστα.
Καιρός για περαιτέρω διευκρινήσεις. Αρκετοί -από τους πρώτους που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα- έχουν λάβει ήδη το "ηλεκτρονικό κλειδί" για το δικό τους δωμάτιο. Τους παρακαλώ θερμά όλους να μην λησμονούν να αποθηκεύουν τα κείμενά τους ως draft για να υπάρχει η δυνατότητα να ανεβαίνουν σε χρόνους που θα αφήνουν περιθώρια ανάγνωσης και σχολιασμού. Και επίσης η "υπογραφή" στο τέλος του κειμένου είναι απαραίτητη (ναι, κι εσείς ο "σκιώδης").

Η σκέψη της απόλυτης αυτονομίας στη διαχείριση των κειμένων και το μοίρασμα των κλειδιών έχει να κάνει με το γεγονός ότι πέρα από την ιδιαιτερότητα της γραφής του καθενός, υπάρχει και η ιδιαιτερότητα στον τρόπο παρουσίασης των κειμένων. Έτσι ο κάθε φιλοξενούμενος έχει τη δυνατότητα να μορφοποιήσει κατά το γούστο και την αισθητική του τα γραφόμενά του. Για όσους εν τούτοις, η οικονομία χρόνου είναι πιο σημαντική, υπάρχει πάντα η δυνατότητα αποστολής κειμένων και φωτογραφιών στο e-mail μου.

Τα κείμενα που ανεβαίνουν κατηγοριοποιούνται αυτόματα στα επιμέρους labels, έτσι ώστε σύντομα (ακόμη κι όταν δεν θα εμφανίζονται πλέον στην πρώτη σελίδα) να υπάρχουν αυτούσια στις εσωτερικές σελίδες (οι οποίες ανοίγουν με πάτημα στην αντίστοιχη ετικέττα που βρίσκεται πάνω από την φωτογραφία του Φιλοξενείου). Παράλληλα, στη δεξιά μπάρα θα παραμένουν τόσο οι τίτλοι των κειμένων όσο και τα links με τα ονόματα των φιλοξενουμένων, που σταδιακά αντικαθίστανται με τις ανάλογες παραπομπές στα κείμενά τους.

Θυμίζω ότι το Φιλοξενείο προσφέρει μία και μοναδική "διανυκτέρευση" σε κάθε blogger: φιλοξενεί δηλαδή, ένα κείμενο και μόνο, αντιπροσωπευτικό του καθενός μας. Τα σχόλια, ωστόσο, θα παραμένουν ανοιχτά για όλους. Καλή ανάγνωση.

Ετικέτες


Permalink για το "Σημείωμα από τη ... reception του Φιλοξενείου"

22.1.07

το κίτρινο μπαλόνι και η φυσαρμόνικα




Κοιτάς τα βιβλία στα ράφια. Ψάχνοντας, το δάκτυλό σου ακουμπά για λίγο κάτι του Ντε Σαντ αλλά συνεχίζεις καθώς το μάτι σου πάει προς τα πίσω· προς το τελευταίο βιβλίο ενός μεγάλου μάστορα, το φυλλομετράς για λίγο, και το μάτι σου πέφτει πάνω σ’ ένα χαρτάκι παγιδευμένο ανάμεσα σ’ ένα βιβλίο και το ράφι. Διαβάζεις το περιεχόμενό του· μένεις άφωνος.

«Τι λέει;»

Δεν απαντάς. Κοιτάς γύρω σου μήπως σε είδε κανείς. Κρύβεις βιαστικά το σημείωμα στο σακάκι σου. Φυλλομετράς ξανά αδιάφορα το βιβλίο, το τοποθετείς στο ράφι. Βγαίνεις από το βιβλιοπωλείο.

Δεν πιστεύω πιστέ αναγνώστη, ότι ψάχνεις ακόμα την περιπέτεια. Εσύ, που μαζί της επισκέφθηκες το Παρίσι, τη Ρώμη και την Αγία Πετρούπολη. Ήρθες αντιμέτωπος με ληστές, παντρεμένους, χωρισμένους, έφερες στον κόσμο παιδιά, ζήσατε το ταξίδι του μέλιτος, δημιουργήσατε σχέσεις, γεράσατε και πεθάνατε μαζί. Όταν όμως εκείνη χαμογελά, αναρωτιέσαι αν πρόκειται για χαμόγελο. Τι είναι αυτό που φαίνεται στο μακρινό ορίζοντα. Γιγάντιοι ανεμόμυλοι; Μίλα φιλόσοφε!

Δεν είναι περιπέτεια αυτό που ψάχνεις φίλε αναγνώστη, αλλά ασφάλεια. Την ασφάλεια του βάρους στην απαλότητας ενός βότσαλου κουρνιασμένου στη σφιχτή σου παλάμη. Κάποια πράγματα προσφέρουν τη βεβαιότητα της σιγουριάς, νιώθεις το βάρος τους. Ανασφάλεια νιώθεις αγγίζοντας μια μπούκλα από τα μαλλιά της.

ημερολόγιο
«Ψιθύρισα κάτι στο τσιγάρο και φύσηξα τον καπνό κατευθύνοντάς τον προς μία γυναίκα που καθόταν στα μπροστινά τραπέζια. Το μήνυμά μου όμως έφτασε προς έναν άνδρα που γύρισε το βλέμμα του αλλού δυσανασχετώντας. Η ορχήστρα ανέβαινε σιγά - σιγά στη πίστα. Έβγαλα απ’ τη θήκη την φυσαρμόνικα, ανέβηκα όρθιος πάνω στην καρέκλα και έπαιξα μία μόνο νότα κρατώντας την όσο περισσότερο άντεχαν τα πνευμόνια μου. Οι θαμώνες έκπληκτοι με κοίταζαν γεμάτοι απορία. Τραπεζομάντιλα και πετσέτες άρχισαν να αιωρούνται πάνω από τα τραπέζια. Δύο σερβιτόροι κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος μου. Πήδηξα κάτω. Κατευθυνόμενος προς την έξοδο· δεν παρέλειψα να προσφέρω μια γρήγορη υπόκλιση προς το ακροατήριό μου. Άφησα το μπαρ με τη νότα να βουίζει στ’ αυτιά μου.»

…………………………………….

Εκείνη
Είναι ξαπλωμένη ανάσκελα με το δεξί πόδι σηκωμένο να σημαδεύει το ξύλινο ταβάνι. Το κίτρινο μπαλόνι προσγειώνεται αργά από το πολύφωτο φτάνοντας στην ανοιχτή σαν βεντάλια παλάμη της που απαλά το ωθεί παίρνοντας και πάλι ύψος. Σε κοιτά και γυρνά στο πλάι. Το βλέμμα σου ταξιδεύει ανέμελα από τα γυμνά της στήθη στο βιβλίο που διαβάζεις. Το κίτρινο μπαλόνι αιωρείται περιμένοντάς την να γυρίσει και πάλι ανάσκελα, να πέσει στο πρόσωπό της.

Γυμνή. Αναρωτιέται αν θα της διαβάσεις κάτι.

Κοιτάς το μοναχικό χαρτάκι που βρήκες στο βιβλιοπωλείο και σκύβοντας, της το τραγουδάς στ’ αυτί. Ξανά, λέει ανυπόμονα. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα, σκύβεις ξανά και επαναλαμβάνεις το τραγούδι. (στο αριστερό αυτί τώρα). Εκείνη σε αγκαλιάζει και σε τραβά επάνω της κλοτσώντας το μπαλόνι μακριά βλέποντάς το να αιωρείται τώρα πια έξω από το παράθυρο. Απολαμβάνεις τη βαρύτητα του σώματός σου πάνω στο δικό της καθώς σκίζεις το χαρτάκι, ψιθυρίζοντας το τραγούδι ξανά και ξανά, κάθε φορά πιο τρυφερά.

…………………………………….

ημερολόγιο
«Εδώ είμαι πάλι, χωρίς δράμα ή μελόδραμα. Πήρα την φυσαρμόνικα, έκλεισα τα μάτια, και έπαιξα τη συμφωνία μου, κρατώντας την μία εκείνη νότα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, νιώθοντας τη βιασύνη του νερού και του αέρα να μου αγκαλιάζει το σώμα. Ανοίγοντας τα μάτια είδα το λιμάνι κάτω μου. Ψάρια, καπέλα, παγκάκια, άνθρωποι, ποδήλατα, άνθρωποι σε ποδήλατα, να κυκλώνουν τα περαστικά σύννεφα. Ένα κίτρινο μπαλόνι πέρασε κουνάμενο από μπροστά μου και το άρπαξα. Είδα τον γέρο με τα πόδια του να σημαδεύουν τα ουράνια κρατώντας με τα δυο του χέρια σφιχτά τα σίδερα του μπαλκονιού. Ο άνεμος ξήλωσε με βία το ημερολογιό μου, οι σελίδες του σκορπάνε σαν φθινοπωρινά φύλλα στον αέρα.

Η συμφωνία μου (έργο ζωής!) είναι γραμμένη σε εκείνες τις σελίδες.»



-------------------------------------------
.
άλλα κείμενα του Ροΐδη που μπορείτε να διαβάσετε στο "ο άλλος Ρο" και "Ροΐδη Εμμονές"

Ετικέτες


Permalink για το "το κίτρινο μπαλόνι και η φυσαρμόνικα"

Τυχερή Μικέλα!


Η Γαρουφαλιά σφουγγάρισε το τελευταίο σκαλοπάτι, άφησε σφουγγαρίστρα και κουβά δίπλα στην πόρτα και βγήκε να ξαποστάσει στην πρασιά της πολυκατοικίας. Κάθισε σ’ ένα πεζούλι κι έβγαλε ένα πακέτο Καρέλια από την τσέπη της ρόμπας της. Άναψε ένα τσιγάρο και λιαζόταν μέχρι να στεγνώσει η σκάλα και να μπορέσει ν’ ανέβει. Τρεις φορές την εβδομάδα έκανε τη σκάλα αυτής της πολυκατοικίας. Είχε άλλες επτά και τα έφερνε βόλτα. Τώρα πια δεν είχε ανάγκη από πολλά πράγματα, χρειάζονταν όμως λίγα ένσημα ακόμα για να βγει στη σύνταξη. Αυτασφάλιση έκανε, πάλι καλά που της είχε ανοίξει τα μάτια εκείνη η δικηγορίνα και θα έπαιρνε μια ψευτοσυνταξούλα σ’ ένα χρόνο.

Η Μικέλα εμφανίστηκε φορτωμένη σακούλες από το σούπερ μάρκετ. Ήταν η φιλιππινέζα οικιακή βοηθός της κυρίας του πέμπτου. Ήδη 40 χρονών, αλλά δεν έμοιαζε πάνω από 25. «Τι άτιμη φάρα», σκέφτηκε η Γαριφαλιά, «δε γερνάνε οι ρουφιάνες!»

«Έλα εδώ, μωρή Μικέλα, έχω σφουγγαρίσει, μη μου γεμίσεις τον τόπο πατημασιές. Κάτσε εδωνά, δίπλα μου. Κάνε τσιγάρο. Κάνε λέω, δεν είναι εδώ η κυρά σου να σε μαλώσει, μη φοβάσαι, δεν θα το πω πουθενά. Τι θα μαγερέψεις σήμερα? Εγώ έκανα ψες βράδυ κοτόπουλο με τις μπάμιες, αρέσει στο γέρο μου. Φάγαμε ψες, θα φάμε και σήμερα το μεσημέρι. Για το βράδυ έχει ο Θεός, κάτι θα του ψήσω. Είναι λιχούδης ο γέρος μου, κάθε μέρα θέλει κι άλλο φαΐ.

Ααααχ, μ’ έχει πεθάνει η μέση μου, με σακατεύουν οι σκάλες. Αλλά τι να κάνω? Βλέπεις, τόσα χρόνια στα ξένα χέρια, δουλικό απ’ τα δεκαπέντε μου, και καμιά από τις κυράδες μου δεν φρόντισε για τα γεράματά μου. Εγώ δεν ήξευρα, ζώο ήμουνα, απ’ το χωριό του πατέρα μου κι απ’ την αγκαλιά της μάνας μου μπήκα στο πρώτο σπίτι. Αλλά αυτές? Οι κυρίες του κόσμου, οι μορφωμένες? Δεν ήξευραν για ΙΚΑ μίκα και λοιπά? Ήξευραν, Μικέλα, αλλά έκαναν τα παγώνια. Κοίταζαν να βγάλουν απ’ τη μύγα ξύγκι. Κι εγώ ήμουνα η μύγα. Εσείς σήμερα την έχετε καλά. Σας ντύνουνε, σας ταΐζουνε, σας ποτίζουνε, έχετε τα ρεπά σας, σας παίρνουνε στις εξοχές, ζάχαρη περνάτε. Εμένα ρώτα να σου πω, πώς περνάγαμε τότε. Του λιναριού τα πάθη τα ξεύρεις? Ε, αυτά περνάγαμε!

Κι έχετε και τόσες ευκολίες: στιρέλες, σκούπες ‘λεκτρικές, ένα σωρό αυτόματα πράματα για την κουζίνα. Να σε δω, μωρή Μικέλα, έτσι πού ’σαι μια σταλιά, να κουβαλάς τον πάγο για το ψυγείο. Να σε δω να παγαινοφέρνεις τα ταψά με τα κρέατα στο φούρνο της γειτονιάς και να σου πέφτουνε τα χέρια και η μέση από το βάρος. Να σε δω να σφουγγαρίζεις στα τέσσερα όλο το σπίτι, δυο φορές τη μέρα. Να σε δω με τα χέρια πληγιασμένα από τις αλισίβες και τις κόλες για τα πουκάμισα. Τυραννία και ταλαιπώρια, Μικέλα. Τυραννία και ταλαιπώρια.

Πρώτη να ξυπνάς στο σπίτι και τελευταία να κοιμάσαι. Και να μην έχεις αναπαμό όλη τη μέρα. «Γαρουφαλιά εκείνο… Γαρουφαλιά το άλλο…. Γαρουφαλιά κι ετούτο…». Ούτε να φαρμακώσω δε μπόραγα. Τρώγανε όλοι στην τραπεζαρία κι εγώ στην κουζίνα, μπας και τους μολύνω το τραπέζι. Αλλά κι εκεί στην ησυχία μου δε μ’ αφήνανε. Πότε με φωνάζανε για νερό, πότε για κρασί, πότε για συμπλήρωμα, μια ο κύριος να πεταχτώ στο περίπτερο να του πάρω την Ακρόπολη, μια η κυρία να πάω στη Σταθούλα την κομμώτρια να της πω να περάσει να της φρεσκάρει το χτένισμα. Σαν το Βέγγο στις ταινίες έτρεχα ολημερίς. Τον ξέρεις το Βέγγο, μωρή Μικέλα? Ε, σαν αυτόνε.

Όλη μέρα να τους φροντίζω, να τους γνοιάζομαι σαν εδικούς μου, να τους μαγερεύω, να καθαρίζω τις βρωμιές τους, να σκεπάζω τις πομπές τους, να είμαι κερί αναμμένο. Κι αυτοί ποτέ δε με κοιτάξανε στα μάτια. Παράπονο τόχω, μωρή Μικέλα, μια φορά, μόνο μια να με βλέπανε σαν άνθρωπο. Μιλάγανε για μένα σα να μην ήμουνα μπροστά, σα να μην άκουγα, σα να μην είχα αισθήματα. Και ξες ποιο με φαρμάκωνε περισσότερο απ’ όλα? Το ότι δε μου επιτρέπανε να μπω στο μπάνιο του σπιτιού, παρά μόνο για να το καθαρίσω. Στο πλυσταριό με στέλνανε για το ψιλό και το χοντρό μου και για να πλυθώ. Στο πλυσταριό στην ταράτσα, ακούς? Να ’ναι χειμώνας τώρα, να βρέχει και να χιονίζει κι εγώ να πρέπει να ανεβαίνω νυχτιάτικα στις ταράτσες. Το σκυλί στο σπίτι τα ‘κανε και τα μάζευα, αλλά εγώ έπρεπε ν’ ανεβαίνω στο πλυσταριό. Ά, βρε Μικέλα τυχερή, που κάνεις και αφρόλουτρα!

Και το βράδυ, πια, έπεφτα κατάκοπη στο κρεβάτι μου και ξεραινόμουνα. Στο πιο μικρό και σκοτεινό δωμάτιο του σπιτιού. Αλλά δε μ’ ένοιαζε, ήτανε δικό μου και τις νύχτες, τουλάχιστο, μ’ αφήνανε ήσυχια. Αν και ξεύρω ότι άλλες δεν τις αφήνανε ούτε τις νύχτες. Αν καμιά μας ήτανε ομορφούλα και φρέσκια, τη βατεύανε τ’ αφεντικά, πατεράδες και γιοι. Ευτυχώς, εγώ τέτοια ρεζιλίκια δεν έπαθα, αλλά ξεύρω άλλες που τα περάσανε. Και σπείρανε και μούλικα στα ορφανοτροφεία, αγνώστου, λέει, πατρός. Μωρέ τι αγνώστου, του κύρη τους ήτανε. Και μετά τις λέγανε πουτάνες και τις πετούσανε στο δρόμο. Ε, οι περισσότερες αυτό γίνανε στο τέλος. Λυπησιάρικες ιστορίες, Μικέλα. Λυπησιάρικες κι αληθινές.

Μέχρι το ’70 ήμουνα εσωτερικιά σε σπίτια. Μετά παντρεύτηκα το γέρο μου και με σταμάτησε. Δούλεψα πάλι στα σπίτια αλλά μεροκάματο. Καλύτερα ήταν έτσι, το απόγεμα ήμουνα εγώ κυρά στο σπίτι μου. Μόνο αυτά τα ένσημα, που δε μου κολλάγανε, να μην ήτανε… Θάχα βγει στη σύνταξη εδώ και χρόνια. Αλλά δε βαριέσαι, κοντεύω, ένας ψωριάρης χρόνος έμεινε, θα τον φάω. Και μετά να δεις μεγαλεία, μωρή Μικέλα. Θα πάρω το γέρο μου και θα πάω στο χωριό. Εκεί να πεθάνουμε βλέποντας τον ήλιο να κρύβεται πίσω απ’ το βουνό. Ομορφιές, Μικέλα, ομορφιές!

Άντε, πάμε, στέγνωσε η σκάλα, πρέπει να πάω και στη διπλανή πολυκατοικία. Δωσ’ μου δυο σακούλες να σε βοηθήσω. Δωσ’ μου λέω, αντέχω ακόμα. Σε ζάλισα με δαύτες τις ιστορίες γι’ αγρίους, ε? Για λέγε, λοιπόν, τι θα μαγερέψεις σήμερα? Εγώ έχω κοτόπουλο με τις μπάμιες από ψες.»


Composition Doll

Ετικέτες


Permalink για το "Τυχερή Μικέλα!"

21.1.07

Άννα ... δια χειρός Πιτσιρίκου



Θυμάμαι την πρώτη φορά που την είδα. Στο μέσα δρομάκι της Χώρας. Μεσημέρι. Έπινα τη μπύρα μου καθισμένος στο μπαρ του «Νόστου» και συζητούσα με την ιδιοκτήτρια περί ανέμων και υδάτων, ταΐζοντας, παράλληλα, τσιπς τα δυο αφγάν που ήταν ξαπλωμένα στα πόδια μου.

Το μεγάλο δεξί παράθυρο έγινε ξαφνικά πίνακας. Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, μαύρα μακριά μαλλιά. Μελανούρι. Δεν θα ήταν πάνω από 20 χρονών – αργότερα έμαθα πως ήταν 18. Είχε σταματήσει και μιλούσε με κάποιον που δεν μπορούσα να δω. «Ποια είναι αυτή η κοπέλα;» ρώτησα την Ε. «Ποια;». Γύρισα να της δείξω – δεν ήταν πια εκεί. Βγήκα έξω, κοίταξα δεξιά κι αριστερά – είχε εξαφανιστεί.

Ήμουν ακουμπισμένος στον τοίχο και κοιτούσα το ηλιοβασίλεμα. Η μεγάλη ταράτσα ήταν γεμάτη κόσμο. Στο μεγάλο τραπέζι, δίπλα στο πεζούλι, καθόταν μια παρέα από κορίτσια. Ήταν όλες γυρισμένες προς τη θάλασσα – έβλεπα τις πλάτες τους μόνο. Ξεκόλλησα από τον τοίχο και έσυρα αργά το βήμα μου προς τα δεξιά. Όταν έφτασα στον πέτρινο τοίχο, ακούμπησα τον ώμο μου και άναψα τσιγάρο. Ο ήλιος χάθηκε πίσω από την Πάρο. Ο κόσμος χειροκρότησε. Γύρισα το κεφάλι μου προς τα αριστερά. Και την είδα. Γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας. Κατέβασα τα μάτια.

Ήρθε ξανά στο μπαρ. Και ξανά και ξανά. Κάθε φορά το στομάχι μου γινόταν κόμπος. Μια μέρα, την ώρα που έφευγε, την είδα να μιλάει με τον Γ. Έμοιαζαν να γνωρίζονται. Μόλις έφυγε, τον πλησίασα. Δεν πρόλαβα να πω τίποτα. «Είσαι κατακόκκινος και καρφώνεσαι πολύ άσχημα. Την λένε Άννα – όμως, είναι η κοπέλα του Π.».

Δεν τους είχα δει ποτέ μαζί. Το μπαρ του Π. έγινε το στέκι μου. Ήταν ωραίος τύπος – όταν δεν χανόταν στα τσιγαριλίκια. «Γιατί ερχόμαστε συνέχεια εδώ;» με ρώτησε μια μέρα η Τ. «Είναι ωραία – φαίνεται η θάλασσα» «Απ' όλα τα μαγαζιά της παραλίας φαίνεται η θάλασσα» «…».

Τσάμπα ο κόπος – δεν ερχόταν ποτέ στο μπαρ. Ένα βράδυ, βρήκα πάνω στη μπάρα μια φωτογραφία του Π. με τον Α. Ήταν μεθυσμένοι και γελούσαν σαν χαζοί – κάθονταν έξω από το εστιατόριο του Πετράν και κρατούσαν από ένα σουβλάκι στο χέρι. Γύρισα τη φωτογραφία ανάποδα κι άρχισα να γράφω. «Οι γνωστοί κοσμικοί Π. και Α. στα εγκαίνια της έκθεσης του εκκεντρικού ζωγράφου Πετράν που έγινε στη γκαλερί 'Ανάχωμα', παρουσία διακεκριμένων…».

«Ένας άνθρωπος που γράφει μέσα σ' ένα μπαρ στις 3 το πρωί πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρων. Θα θέλατε να πιείτε ένα ποτό μαζί μας;». Η κυρία που μου μιλούσε ήταν γύρω στα 45. Ο συνοδός της το ίδιο. Με κοιτούσαν χαμογελαστοί. Πήραμε τα ποτά μας και καθίσαμε μαζί τους. Ήταν ντόπιοι και ανήκαν στην υψηλή κοινωνία του νησιού. Η παρέα τους ήταν πολύ ευχάριστη. Ανησυχούσαν λίγο για την κόρη τους που σε λίγες μέρες θα έφευγε για σπουδές στο Λονδίνο. Την περίμεναν να έρθει να τους πάρει.

Όταν η κόρη ήρθε, επέδειξα εξαιρετική ψυχραιμία για την κατάσταση που βρισκόμουν. Έγιναν οι συστάσεις και κάθισε μαζί μας. «Εσύ δεν δουλεύεις στο μπαρ του Γ.; Σε έχω δει» «Κι εγώ νομίζω πως σ' έχω δει…».

Οι μέρες κυλούσαν μαρτυρικά. Η Β. μου έλεγε πως δεν περίμενε ποτέ να με δει σε τέτοια κατάσταση κι αναρωτιόταν που πήγε ο παλιός καλός εαυτός μου. «Αδερφάκι μου, είσαι σαν Μεγάλη Παρασκευή. Και να σου πω κάτι; Εμένα δεν μου αρέσει καθόλου! Σαν γύφτισσα είναι!».

Ανήμερα της Παναγίας πήγαμε στο πανηγύρι ενός χωριού που ήταν πάνω σε κάτι κατσάβραχα. Με την Τ., τον Θ. και τη Β. Γίναμε τόσο ντίρλα και χορέψαμε τόσους μπάλλους που ξαναβρήκα το κέφι μου. Αργότερα ήρθαν και ο Π. με την Άννα. Πήγα στην κουζίνα και τους έφερα δυο πιάτα με κρεατικά και δυο καθαρά ποτήρια. «Πάντα τζέντλεμαν» είπε η Άννα, «Και οι τιράντες σού πάνε πάρα πολύ– έχει και ο Π. αλλά. δεν του πάνε όπως σε σένα».

«Οι τιράντες σού πάνε πάρα πολύ – έχει και ο Π. αλλά δεν του πάνε όπως σε σένα». Η Β. μιμούταν ειρωνικά τη φωνή της Άννας και χαμογελούσε με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι. Ήμασταν καθισμένοι στο βεραντάκι της δεύτερης ταράτσας – κρεμόμασταν πάνω από τη θάλασσα. «Και ξέρεις τι μου τη δίνει πιο πολύ; Που δεν μου απαντάς. Εσύ που δεν άφηνες κουβέντα να πέσει κάτω. Που ήθελες να έχεις πάντα την τελευταία λέξη. Πες κάτι!» «Κάτι…» «Μάγκα μου, νόμιζα πως ήσουν εντελώς χαζοχαρούμενος– να που έπεσα έξω…».

Ένα βράδυ, λίγες μέρες αργότερα, ήμουν με τον Θ. και τη Β. στο μπαρ του Π. – η Τ. είχε επιστρέψει στην Αθήνα. Η Άννα έκατσε στην παρέα μας και μιλούσαμε με τις ώρες. Για τα σχέδια της, τις σπουδές της… Αργά τη νύχτα, τα παιδιά πείνασαν. «Πάμε να φάμε κάτι;» είπε η Β. «Κι εγώ πεινάω» πετάχτηκε η Άννα, «αλλά θα περιμένω τον Π.». «Π., πάμε για φαγητό – σε πειράζει να πάρουμε την Άννα μαζί μας;» - η Β. πήρε την υπόθεση στα χέρια της. «Καθόλου, πήγαινε μωρό μου – εγώ θα κοιμηθώ στο μπαρ γιατί το πρωί περιμένω τον ηλεκτρολόγο».

Κάτσαμε στην αυλή του εστιατορίου, φάγαμε και συνεχίσαμε να συζητάμε – η βραδιά ήταν πολύ γλυκιά. Κάποια στιγμή, η Άννα σηκώθηκε να χαιρετήσει μια φίλη της στο διπλανό τραπέζι. «Μαλάκα, νομίζω πως της αρέσεις» μου είπε σιγανά αλλά έντονα ο Θ. «Τι με κοιτάς; Σοβαρά σου μιλάω» «Αλήθεια το λες;» «Μαλάκα, τι έχεις πάθει; Έχεις αποβλακωθεί εντελώς!».

Τα παιδιά έφυγαν και μείναμε οι δυο μας. Η Β., φεύγοντας, μου έκλεισε το μάτι χαμογελώντας. Περπατήσαμε ως το σπίτι της – έμαθα επιτέλους και που έμενε. Στο σκαλοπάτι τής πρόσφερα ένα γιασεμί που είχα κόψει από την αυλή του εστιατορίου. «Σε ευχαριστώ!» «Ξέρεις Άννα…» «Ξέρω …είσαι πολύ γλυκός κι ευγενικός….ειλικρινά…». Με φίλησε στο μάγουλο και ανέβηκε τις σκάλες. «Καληνύχτα!» «Καληνύχτα…».

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα , άνοιξα το ράδιο κι άκουγα Γιάννη Πουλόπουλο - σημειολογικό. Δεν έμαθα πότε ακριβώς έφυγε αλλά, αν και ήξερα πως είχε φύγει, είχα για μέρες την αίσθηση πως θα τη δω ξαφνικά μπροστά μου σε κάποιο σοκάκι. Περπατούσα με τις ώρες για μέρες – είχα οργώσει τη Χώρα. Ποτέ δεν ήμουν πιο αδύνατος – η Β. με τάιζε συνεχώς αλλά του κάκου. Το φθινόπωρο γύρισα στην Αθήνα. Όταν η Τ. μου έδειξε τις φωτογραφίες που είχαμε βγάλει στο πανηγύρι, μελαγχόλησα για λίγο, βλέποντας την Άννα να μου χαμογελάει καθισμένη δίπλα μου, αλλά γρήγορα η καθημερινότητα τα σάρωσε όλα.

Τα χρόνια που πέρασαν, ρωτούσα διάφορους φίλους που κατέβαιναν στο νησί – κανείς δεν ήξερε τα νέα της. Πριν από τρία χρόνια, κάπου κοντά στα Χριστούγεννα, ήμασταν με μια μεγάλη παρέα στο «Κουτί» - στο πατάρι. Ήταν μια από τις συνηθισμένες μας οργιαστικές εξόδους για φαγητό – ξεκινούσαμε γύρω στις 3 το απόγευμα και τελειώναμε στις 11 το βράδυ.

Ήμασταν επαρκώς μεθυσμένοι – περίπου στο σημείο που ο Κ. βουτούσε το ψωμί στο παγωτό τριαντάφυλλο και παράγγελνε οκτώ σουφλέ σοκολάτας ακόμα, σοκάροντας τη γλυκιά σερβιτόρα.

Στην παρέα μας προστέθηκαν η Α. και η Μ. Αγκαλιές, φιλιά – σηκώθηκα για να φέρω δυο καρέκλες. Δεν ήταν δύσκολο, αφού ήμασταν η μόνη μεγάλη παρέα στο πατάρι – οι υπόλοιποι ήταν ζευγάρια.

«Συγνώμη, την χρειάζεστε αυτήν την καρέκλα;» «…» «Άννα;» «Τι κάνεις; Πόσα χρόνια…» «Καλά, εσύ;» «Άκουγα τόση ώρα κάποιον να λέει ανέκδοτα και σκεφτόμουν πως αυτήν τη φωνή την έχω ξανακούσει…» «Μόνη σου είσαι;» «Με τον φίλο μου. Πήγε να αγοράσει τσιγάρα». «Αφέντη, τι θα γίνει μ' αυτήν την καρέκλα;» πετάχτηκε η Μ. «Τώρα έρχομαι». Είχε μεγαλώσει και έμοιαζε κουρασμένη – τα μάτια της δεν έλαμπαν πια. Κάτι ψέλλισα, κάτι μου απάντησε – δεν θυμάμαι τι – και επέστρεψα στην παρέα μου.

Ήπια γύρω στα είκοσι σφηνάκια μαστίχα, κάνοντας τη συνηθισμένη κόντρα με τον Κ. – δεν την έβλεπα γιατί καθόταν πίσω μου. Κάποια στιγμή, ρώτησα τη Μ. πως είναι αυτός που κάθεται μαζί της. Με κοίταξε με απορία, έριξε μια ματιά και έδωσε πόρισμα: «Σαν χαμένο κορμί». «Πόσων χρονών;» «Γύρω στα πενήντα…Είσαι καλά αφέντη;» «Καλά είμαι» «Ποια είναι αυτή;» «Τίποτα, μια….».

Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, ήταν ακόμα εκεί. Της έκανα ένα νεύμα – μου χαμογέλασε. Ήταν σα να έβλεπα μιαν άλλη. Στην πλατεία του Θησείου, χώρισα βιαστικά με την παρέα μου. Γύρισα σπίτι με τα πόδια - άκεφος. Ξεντύθηκα αμέσως κι έπεσα για ύπνο. Να μη σκέφτομαι.

Από τότε δεν την ξαναείδα.


Πιτσιρίκος

Ετικέτες


Permalink για το "Άννα ... δια χειρός Πιτσιρίκου"

20.1.07

Keep walking in peace…

Image Hosted by ImageShack.us



Ερωτήθη νέος τις φιλαγιορείτης προσκυνητής μπλόγκερ υπό γέροντος :

«Εσύ τέκνον μου τόσα χρόνια πούρχεσαι ‘δω τι απεκόμισες εξ ημών των αμαρτωλών;»

«Τι να είπω τώρα;» εσυλλογίσθει ο νέος… «μ ’έπιασε στη φάκα…o γέρος». Και ω... του θαύματος συνεκροτήθη ο πολτός του μυαλού του…

«Τρία πράγματα γέροντά μου…
-Μη παίρνεις ούτε τον εαυτό σου, ούτε αυτό που κάνεις πολύ στα σοβαρά…
-Δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου… μ’ ένα σχόλιο...
-Κάμε πως δεν κατάλαβες… κι αυτό είναι αγάπη»!

...Κι ο γέρων υπομειδιών, πλήν όμως με νόημα και ταπεινή τη φωνή, ευχήθη στο νέο : «Πορεύου εν ειρήνη τέκνον μου».


Acemaciran makam ney taximi



Γεώργιος Χοιροβοσκός

Ετικέτες


Permalink για το "Keep walking in peace…"

18.1.07

Κάντο όπως η Βέφα...

Την ώρα που διασχίζω την οδό Χίου για να πάω στο υπόγειο σταθμό του Χαλανδρίου, δεν μπορώ να την προσδιορίσω με το ρολόι που έτσι κι αλλιώς δεν φορώ, παρ'όλα αυτά όμως, τη γνωρίζω με ακρίβεια δευτερολέπτου: είναι η ώρα που η κυρία Βαγγελιώ, του παλιού δίπατου με τις εκατό και βάλε τριανταφυλλιές έχει "σβύσει" με κρασί ή με νερό το φαγητό που ετοιμάζει στην κατσαρόλα κι έχει βγει στον κήπο με την ποδιά να περιποιηθεί τα λουλούδια της.

Παρ'όλο το πάθος μου για τα λουλούδια, ήταν η μυρωδιά από την κουζίνα της που μ'εκανε να κοντοσταθώ στο κατώφλι της και να παρατηρήσω το σπίτι. Κλασικά φαγητά της κατσαρόλας και του φούρνου που η πολυτέλεια και η γευστική επιτήδευση δεν έχουν καταφέρει να τ'αποσυνδέσουν από την καρδιά μας: μπριάμ, αγγινάρες α λα πολίτα, κουκιά γιαχνί, φακές, αρνάκι στο φούρνο με πατάτες...

"Αγγινάρες ε;" της είπα την πρώτη φορά που της μίλησα, αφήνοντάς την έκπληκτη. "Γιατί όμως δεν τις σβύνετε με λεμόνι και τις σβύσατε με νερό; Α λα πολίτα δεν τις κάνετε; Ε ναι, α λα πολίτα, αφού μύρισα τον άνιθο, τί ρωτάω; Εγώ τον άνιθο βέβαια δεν τον βάζω ποτέ στην αρχή! Να τις σβύνετε με λεμόνι και μετά να προσθέτε νερό! Καλημέρα σας! " Τη χαιρέτησα και απομακρύνθηκα με γρήγορο βήμα χωρίς να την αφήσω να αρθρώσει λέξη...

Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε δυο-τρεις μέρες μετά :"Καλημέρα σας! Μα τί ωραία τριαντάφυλλα! Τα λατρεύω ξέρετε. Μμμμ τί ωραία που μυρίζουν οι φακές. Τίγκα στο δαφνόφυλλο, όμως! Να βάλετε λίγο σκόρδο παραπάνω να έρθουν στα ίσα τους και επειδη ψυχανεμίζομαι πως θα τις κάνετε "κόκκινες" να τρίψετε μέσα κι ένα καρότο, να σπάσει το δαφνόφυλλο! Τρέχω τώρα, έχω αργήσει! Καλημέρα σας!", της είπα και εξαφανίστηκα.

Την επόμενη μέρα όμως μου την είχε στήσει πίσω από μια πορτοκαλί τριανταφυλλιά "Κλεοπάτρα" και πριν προλάβω να σταθώ για να οσφριστώ τον αέρα με αιφνιδίασε: "Α εδώ είσαι! Για πες μου τί μαγειρεύω σήμερα!" " Καλά, το έχω μυρίσει εδώ και δυό τετράγωνα! Αρνάκι στο φούρνο είναι αλλά βλέπω πως κάνουμε ζαβολίτσες! Βιτάμ στις πατάτες;! Τουλάχιστον ένα πακέτο, μην σας πω ότι έχετε βάλει ενάμιση! Καλά,δεν θα το πω πουθενά!"

Δεν χρειάζεται να πω πόσο με διασκέδαζε αυτό το παιχνίδι και η έκπληξη στα μάτια της. Προσπαθούσε να εξηγήσει το "θαύμα". " Έλα δω να σου πω κάτι μου" μου λεγε και μου 'κοβε κι ένα τριαντάφυλλο αφού είχε δει πώς τα γλυκοκοίταζα " Ταχυδακτυλουργός είσαι βρε αγόρι μου, πώς καταλαβαίνεις κάθε φορά τί μαγειρεύω και πως το μαγειρεύω;". Πάντα σήκωνα τους ώμους και της έλεγα τη μισή αλήθεια: "Όσφρηση κυρία Βαγγελιώ μου! Την όσφρηση και τη γεύση τις έχω πολύ γερές, ξέρετε πόσο υποφέρω με την όσφρησή μου σ'αυτή την πόλη που βρωμάει και ζέχνει;" αλλά δεν την έπειθα. Το μυαλό της είχε πλάσει τις πιο απίθανες ιστορίες αλλά το προφανές δεν της είχε περάσει καν από το μυαλό.

Οι συναντήσεις μας μου ομόρφαιναν την μέρα, την έβλεπα σαν γιαγιά μου και μάλλον κι εκείνη μ'εβλεπε σαν τον εγγονό της. Σιγά-σιγά και μεταξύ συνταγών και των τεστ όσφρησης στα οποία με υπέβαλλε συνέχεια, είχαμε ανταλλάξει ιστορίες ζωής κι εκτός από τριαντάφυλλα με κερνούσε και σοκολατάκια και καραμέλες που έβγαζε από τις τσέπες τις ποδιάς της. " 'Ελα τώρα, πες μου την αλήθεια. Είσαι μάγος δεν είσαι; Μα πώς κατάλαβες πως το μοσχάρι θα το κάνω κοκκινιστό. Μήπως έχεις βάλει καμία κάμερα στην κουζίνα;" έλεγε κι εγώ γέλαγα. Μέχρι εκείνη την αποφράδα μέρα... Δεν ξέρω τί μου ήρθε. Ίσως φταίει το ότι είχε βγάλει να μου δείξει τις φωτογραφίες των εγγονιών της κι εγώ ήμουν μετά από άσχημο και αναίτιο ξενύχτι, από αυτά που σε αδειάζουν εντελώς και σου προκαλούν κρίσεις ειλικρίνειας και έτσι, της το ξεφούρνισα: "Κυρία Βαγγελιώ, δεν είμαι ούτε μάγος, ούτε ταχυδακτυλουργός, ούτε κάμερες έχω. Μάγειρας είμαι γιαυτό μπορώ να ξεχωρίσω τις μυρωδιές" .

Τί ήθελα και το πα; Αγρίεψε! "Μάγειρας;! Είσαι δηλαδή κάποιος που κάνει ότι ξέρει από μαγειρική και κοροιδεύει τις νοικοκυρές σαν και μένα και τη Βέφα;! Αμ καλά το έβλεπα το μούτρο σου για ύποπτο! Χάσου από δω! Μάγειρας! Τί σημαίνει μάγειρας! Τίποτε δεν σημαίνει. ΤΙ-ΠΟ-ΤΕ. Και δώσε μου πίσω το τριαντάφυλλο" κι αφού μου άρπαξε από τα χέρια το τριαντάφυλλο, εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι αφήνοντάς με εμβρόντητο. Μα τί είχα πει;

Μέσα σε μια στιγμή η σχέση μας είχε μεταμορφωθεί σε εχθρική. Τις επόμενες μέρες, παραφύλαγε να περάσω απ'εξω από το σπίτι για να με βομβαρδίσει με ειρωνείες : " Τί μαγειρεύω σήμερα κ. μάγειρα;" κι όταν απαντούσα, φυσικά μου το έβγαζε λάθος. Μια-δυο-τρεις, τα πήρα και εγώ στο κρανίο: " Κυρα-Βαγγελιώ, κοίταξε να δεις, με όλο το σεβασμό που σου έχω, πάρε απόφαση ότι μαγειρική σαν και μένα δεν ξέρεις κι όταν λέω ότι μαγειρεύεις αρακά μαγειρεύεις αρακά για να μην αρχίσω τα γαμοκάντηλα πρωί-πρωί και σηκώσω τη γειτονιά στο πόδι, γαμώ το κέρατό μου γαμώ!"

Η σχέση είχε μεταμορφωθεί σε σχέση μίσους. Ναι, μίσους. Υπήχαν πρωϊνά που ξύπναγα κακοδιάθετος και γύρευα άνθρωπο για καυγά κι αν δεν μου την είχε στήσει εκείνη στην αυλή, την έστηνα εγώ στο πεζοδρόμιο και την περίμενα να σκάσει μύτη "Πάλι τσιγαρίζεις με άνιθο; Δεν τσιγαρίζουμε με άνιθο καλη μου κυρία, λέμε, ό,τι μαλακία σας λέει η Βέφα πάτε και την κάνετε και μετά αυτό το λέτε μαγειρική". " Φύγε από δω αλήτη! Θα φωνάξω την αστυνομία να σε μαζέψει, να σου απαγορεύσουν να περνάς έξω από το σπίτι μου!" "Ναι καλά, για πήγαινε στην Αστυνομία και θα πάω εγώ στον παπά της εκκλησίας να του πω ότι την Παρασκευή μαγείρευες μοσχάρι κοκκινιστό και μας το παίζεις και Χριστιανή! Ομολόγησέ το! Μοσχάρι κοκκινιστό δεν έφτιαξες Παρασκευιάτικα;"

"Θα στη φτιάξω εγώ!", έλεγα λίγη ώρα μετά στη Μαρία στο γραφείο ουρλιάζοντας. " Δεν κάνει κανένα αστείο να πάει στην αστυνομία;! Θα την ξεφτυλίσω! Θα πω σ'όλη τη γειτονιά ότι βάζει βιτάμ, ενάμιση πακέτο παρακαλώ!! Ε-να-μι-ση πα-κε-το βι-τάμ στο αρνί στο φούρνο,το διανοείσαι; Θα πω κι ότι τσιγαρίζει τον άνιθο και ότι βάζει πελτέ στα κοκκινιστά. Θα γελάσει το Κοντόπευκο!" Η Μαρία με κοίταζε έκπληκτη " Πας καλά, άνθρωπέ μου! Τί είναι αυτά; Τί βεντέτα είναι αυτή που έρχεσαι κάθε πρωί βιδωμένος; Η κυρία αυτή δεν ήταν που σου έδινε τα τριαντάφυλλα και τώρα τσακώνεστε; Εσείς θα φταις σίγουρα!"

Τα ΄χα πάρει άσχημα. Η Βαγγελιώ μας έπαιξε πρώτα τη γιαγιά γιατί μας μυρίστηκε για ψώνια κι όσο κολάκευα τη μαγειρική της ήμουν καλός αλλά όταν έμαθε πως ήμουν κατά τεκμήριο καλύτερος, δεν το άντεξε. Χεστήκαμάν! Αυτό μας έλειπε, "σαράντα χρόνια φούρναρης" να ασχολούμαι εγώ, ΕΓΩ με την άποψη του κάθε οικιακού μάγειρα.

Κι όμως ασχολιόμουν. Και μ'ενοιαζε. Και μ' είχε καταλάβει ένα παιδιάστικο παράπονο. Εγώ, ένας αρχιμάγειρας, κοντοστεκόμουν κάθε πρωί στο κατώφλι της και μύριζα μ'ευχαρίστηση τις μυρωδιές που έβγαιναν από την κουζίνα της. Της αποκάλυψα την ιδιότητά μου για να μη νομίζει ότι είχε να κάνει μ'ενα υπερφυσικό φαινόμενο, δεν ήθελα σεβασμό, ήθελα όμως αναγνώριση του ότι ήμουν έμπειρος τεχνίτης στην τέχνη μου. Εντάξει. Στην τέχνη ΜΑΣ. Κι αυτή με έβριζε και με λοιδορούσε μόνο και μόνο επειδή ήμουν επαγγελματίας κι εκείνη μια οικιακή μαγείρισσα. Μόνο και μόνο επειδή δεν ήμουν η Βέφα!

Η ιδέα μου ήρθε ένα βράδυ που μαγείρευα για το Μπαζάρ των "Δρόμων Ζωής". Περισσότερο ήταν μια αυθόρμητη πράξη παρά μια ιδέα. Πήρα ένα βαζάκι κονφί κρεμμυδιού, πήδηξα τη μάντρα και της το άφησα στο παράθυρο της κουζίνας κι από την επόμενη το πρωί, έπαιρνα το απέναντι πεζοδρόμιο. Κουραμπιέδες, μελομακάρονα, ταπεράκια με διάφορα φαγητά που μαγείρευα: κυνήγι, περίεργες σούπες, κρέατα με σάλτσες πειραγμένες, φορούσα το παλτό μου μέσα στη νύχτα και τ'απίθωνα στο παράθυρο της κουζίνας της.

"Ε εσύ! Μάγειρα!" μου φώναξε σήμερα το πρωί καθώς περπατούσα βιαστικά στο απέναντι πεζοδρόμιο. " Το χοιρινό με το σέλινο που βρήκα στο παράθυρο, ήταν πολύ-πολύ ωραίο. Εσύ το έφτιαξες, ε; Πες τώρα την αλήθεια. Ποιος σου έδωσε τη συνταγή; Δικιά σου ήταν;" Δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ περισσότερο από ένα λεπτό. Μέσα σ'αυτή την τρελή πόλη, εγώ ήμουν αυτός που την είχα ανάγκη. Εγώ ήμουν αυτός που χρειαζόμουν μια "γιαγιά" να με κανακεύει, να μου δίνει καραμέλες και τριαντάφυλλα και να με σταυρώνει κρυφά και να με φτύνει για το μάτι μόλις γύριζα την πλάτη μου. Εγώ τη χρειαζόμουν περισσότερο απ'όσο με χρειαζόταν εκείνη οπότε, κράτησα την αναπνοή μου, έκανα την καρδιά μου πέτρα και το είπα: " Κυρά-Βαγγελιώ, αυτή δεν ήταν δική μου συνταγή, είναι μια παλιά συνταγή της Βέφας, δεν ξέρω αν τη θυμάσαι".

Αμέσως ένα τεράστιο χαμόγελο ανακούφισης φώτισε το πρόσωπο της. Μου έκλεισε το μάτι συνομωτικά και μου είπε " Το ήξερα! Σιγά μην ξέρεις εσύ τόσο ωραίες συνταγές! Αύριο το μεσημέρι να κοιτάξεις να γυρίσες νωρίτερα, θέλω να φάμε μαζί, θέλω να σου φτιάξω μια δικιά μου συνταγή, να μου πεις τη γνώμη σου".

Κι αυτό το "να μου πεις τη γνώμη σου" της κυρίας Βαγγελιώς, αν ήξερα ότι τελικά, θα μέτραγε για μένα τόσο πολύ, αν ήξερα ότι θα μ'εκανε να φουσκώσω σαν δέκα γαλιά μαζί, ίσαμε που θα'χα μεταμφιεστεί σαν τη Βέφα νωρίτερα, μόνο και μόνο για να το ακούσω απο το στόμα της...


Αθήναιος

Ετικέτες


Permalink για το "Κάντο όπως η Βέφα..."

To "Φιλοξενείο" των bloggers ετοιμάζει εγκαίνια



"Τα πιο σπουδαία πράγματα τα είπαμε στ' αστεία" έλεγε το ομότιτλο τραγουδάκι από τον "Μεγάλο θυμό" και δεν είχε καθόλου άδικο.
Η ιδέα για το Φιλοξενείο έτσι ακριβώς προέκυψε: στ' αστεία. Οι προηγούμενες μέρες όμως και ο τρόπος που την αγκαλιάσατε μου έδειξαν ότι κάτι όμορφο μπορεί να προκύψει.
Στην αρχή η σκέψη ήταν να φιλοξενήσω απλά τα κείμενα όσων ήθελαν να συμμετάσχουν στη δική μου σελίδα. Η συμμετοχή όμως με έκανε να αλλάξω γνώμη. Έφτιαξα λοιπόν, ένα αυτόνομο blog. To Φιλοξενείο .

Λίαν συντόμως προγραμματίζουμε τα .. εγκαίνια.
Κάθε νέος "ένοικος" απολαμβάνει μίας και μόνης "διανυκτέρευσης": ένα πόστ δηλαδή, δικό του που θα φιλοξενείται εκεί. Με θέμα που ο ίδιος θα επιλέγει και χώρο άπλετο στη διάθεσή του. Ο στόχος είναι σταδιακά να αφήσουμε όλοι το αποτύπωμά μας εκεί μέσα. Άλλοτε γράφοντας για την επικαιρότητα ή την καθημερινότητά μας, άλλοτε με ιστορίες φανταστικές ή πραγματικές κι άλλοτε για όσα μας άγγιξαν, μας τρόμαξαν, μας θύμωσαν, μας σημάδεψαν, τ' αγαπήσαμε ή τα προσδοκούμε ακόμη.
Το Φιλοξενείο δεν είναι παρά μία κιβωτός, που ευελπιστεί να μας χωρέσει όλους.

Κάθε φιλοξενούμενος λαμβάνει το "κλειδί" του, εγκαθίσταται και αφήνει τις εντυπώσεις του κατά την διάρκεια της παραμονής του. Τα σχόλια στο Φιλοξενείο θα είναι ανοιχτά, για όσους θέλουν να κάνουν χρήση. Η αυστηρότητα των κανόνων
εξαντλείται μόνο σε ζητήματα κοσμιότητας. Κατά τα λοιπά, καθείς έχει την ευθύνη για όσα γράφει και προσυπογράφει. Η λίστα των υποψηφίων ενοίκων παραμένει φτωχή σχετικώς και μάλλον "αντιπροσωπευτική" αλλά σύντομα θα εμπλουτιστεί και με τις νέες συμμετοχές.

Και για όσους θέλουν να εξασφαλίσουν "δωμάτιο" η reception θα παραμένει ανοιχτή. Ναι, όπως την βλέπετε στην φωτογραφία. Όλο χλιδή :)



Ετικέτες


Permalink για το "To "Φιλοξενείο" των bloggers ετοιμάζει εγκαίνια"

15.1.07

Παραχωρούνται δωμάτια με .. θέα!



"Όσο πιο πολύ μιλώ, τόσο χάνω την ικανότητα να ακούω".

Η συντροφιά μας ήταν μεγάλη. Φωνακλάδες όλοι μας και άνθρωποι της άποψης.
Βαλθήκαμε να διαφωνούμε. Για τις πρεσβείες, για τις ρουκέτες ... για τα τρέχοντα. Εκείνος αντίθετα, καθόταν ατάραχος στη γωνιά του και μας παρακολουθούσε.
- Εσύ, Καπετάνιε, δεν μιλάς? του είπε κάποιος.
- Όσο πιο πολύ μιλώ, χάνω την ικανότητα να ακούω. Και ρήτορες γεμίσαμε. Οι ακροατές μας λείπουν.


-----------------------------------------------------------------------------------


Το σκηνικό μοιάζει ασύνδετο αλλά με έβαλε σε σκέψεις. Δίκιο βουνό ο Καπετάνιος.
Όλοι μιλούν πια, γοητευμένοι από τον ήχο της φωνής τους. Και καθώς εθιζόμαστε στο .. τρυπάκι της ρητορείας, είναι φορές που η φωνή παράγει μεταλλικούς θορύβους, πέφτοντας σε άδειους τενεκέδες σαν νόμισμα, που δεν εξαργυρώθηκε.

Εδώ, ας σταθώ, που λέει κι ο ποιητής. Κι ας κάνω την αυτοκριτική μου.
Πάει καιρός, που μιλώ .. για να μιλώ. Ή γράφω .. για να γράψω. Χάνοντας σταδιακά την ικανότητα να ακούω και κυρίως να διαβάζω. Θα αλλάξουν όμως τα πράγματα.

Τα μπλοκάκια μας μπορεί ως τώρα να χρησιμεύουν για προσωπική εκτόνωση,
αποτύπωση εμπειριών και απόψεων ή ανέξοδη "ψυχοθεραπεία" αλλά ό,τι μας
κρατά "ερωτικά" δεμένους μαζί τους είναι το αμφίδρομο της επικοινωνίας: η
διαδραστικότητα. Εκείνο το "μιλάτε, σας ακούμε". (πετυχημένο αν και το .. παράκαναν)

Σκεφτόμουν ότι η επικοινωνία μας περιορίζεται στα σχόλια των πόστ. Λέω λοιπόν, να την ξαναμοιράσουμε την .. τράπουλα. Η ιδέα μου ήρθε μεταξύ σοβαρού και αστείου, καθώς πρόσφατα διαπίστωνα ότι μερικά από τα μπλοκ, που διάβαζα και εκτιμούσα, έβαλαν λουκέτο. Μιλώντας με έναν εκ των κατόχων τους, είπα χαριτολογώντας "να σε κάνω guest star στο δικό μου?" Και μετά το καλοσκέφτηκα και η ιδέα κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος.

Ναι, κουράστηκα να μιλάω και θέλω να ακούσω. Κουράστηκα να γράφω και θέλω να διαβάσω.

Γιατί όχι αλλού και ... εδώ? Γιατί όχι κι εδώ? απαντάω. Γιατί θα πρέπει να γράφουμε μόνο οι ίδιοι στις σελίδες μας και να μην τις παραχωρούμε για να γράψουν κι άλλοι? Γιατί να τους έχουμε μόνο στα "λίνκς" μας κι όχι και στα ... "πόστς" μας?


Φυσικά δεν ανακάλυψα την .. Αμερική. Το σκέφτηκαν και το 'καναν κι άλλοι. Απλά βλέπω ξαφνικά πόσο χρήσιμο είναι. Μία "Ιερά Οδός" για να κρατήσουμε μαζεμένα τα δικά μας αξιόλογα και πολύτιμα. Η κρίση μου, φυσικά, θα είναι υποκειμενική. Έχω μία λίστα μπλόκερς στο μυαλό μου, που θα θελα πολύ να φιλοξενήσω κείμενά τους. Εμπιστευθείτε με ή φροντίστε να την .. μεγαλώσετε. :)

Κάτι σαν το Φιλοξενείο του Μισέλ Φάις? Ε ναι. Μόνο που εδώ τα πράγματα θα είναι πιο χαλαρά και τα "δωμάτια" δεν θα μισθώνονται με τον ... μήνα.

Τα κείμενα δεν θα έχουν περιορισμούς λέξεων, ούτε προθεσμίες παράδοσης. Μήτε και θεματικές ενότητες. Ελευθέρας βοσκής και .. ατάκτως ερρημένα.
Την κοσμιότητα, ωστόσο, σκοπεύω να την διαφυλάξω. Ελπίζω ειλικρινά στην
συνεργασία όλων σας και θα χαρώ να δω το νέο .. πείραμα να πετυχαίνει.

* Επικοινωνία για τα περαιτέρω στο e mail: o_istros@yahoo.gr
Και .. λίαν συντόμως θα έχετε νέα μου. :)

Ετικέτες


Permalink για το "Παραχωρούνται δωμάτια με .. θέα!"