Tabs: Blog | About Us |

22.1.07

Τυχερή Μικέλα!


Η Γαρουφαλιά σφουγγάρισε το τελευταίο σκαλοπάτι, άφησε σφουγγαρίστρα και κουβά δίπλα στην πόρτα και βγήκε να ξαποστάσει στην πρασιά της πολυκατοικίας. Κάθισε σ’ ένα πεζούλι κι έβγαλε ένα πακέτο Καρέλια από την τσέπη της ρόμπας της. Άναψε ένα τσιγάρο και λιαζόταν μέχρι να στεγνώσει η σκάλα και να μπορέσει ν’ ανέβει. Τρεις φορές την εβδομάδα έκανε τη σκάλα αυτής της πολυκατοικίας. Είχε άλλες επτά και τα έφερνε βόλτα. Τώρα πια δεν είχε ανάγκη από πολλά πράγματα, χρειάζονταν όμως λίγα ένσημα ακόμα για να βγει στη σύνταξη. Αυτασφάλιση έκανε, πάλι καλά που της είχε ανοίξει τα μάτια εκείνη η δικηγορίνα και θα έπαιρνε μια ψευτοσυνταξούλα σ’ ένα χρόνο.

Η Μικέλα εμφανίστηκε φορτωμένη σακούλες από το σούπερ μάρκετ. Ήταν η φιλιππινέζα οικιακή βοηθός της κυρίας του πέμπτου. Ήδη 40 χρονών, αλλά δεν έμοιαζε πάνω από 25. «Τι άτιμη φάρα», σκέφτηκε η Γαριφαλιά, «δε γερνάνε οι ρουφιάνες!»

«Έλα εδώ, μωρή Μικέλα, έχω σφουγγαρίσει, μη μου γεμίσεις τον τόπο πατημασιές. Κάτσε εδωνά, δίπλα μου. Κάνε τσιγάρο. Κάνε λέω, δεν είναι εδώ η κυρά σου να σε μαλώσει, μη φοβάσαι, δεν θα το πω πουθενά. Τι θα μαγερέψεις σήμερα? Εγώ έκανα ψες βράδυ κοτόπουλο με τις μπάμιες, αρέσει στο γέρο μου. Φάγαμε ψες, θα φάμε και σήμερα το μεσημέρι. Για το βράδυ έχει ο Θεός, κάτι θα του ψήσω. Είναι λιχούδης ο γέρος μου, κάθε μέρα θέλει κι άλλο φαΐ.

Ααααχ, μ’ έχει πεθάνει η μέση μου, με σακατεύουν οι σκάλες. Αλλά τι να κάνω? Βλέπεις, τόσα χρόνια στα ξένα χέρια, δουλικό απ’ τα δεκαπέντε μου, και καμιά από τις κυράδες μου δεν φρόντισε για τα γεράματά μου. Εγώ δεν ήξευρα, ζώο ήμουνα, απ’ το χωριό του πατέρα μου κι απ’ την αγκαλιά της μάνας μου μπήκα στο πρώτο σπίτι. Αλλά αυτές? Οι κυρίες του κόσμου, οι μορφωμένες? Δεν ήξευραν για ΙΚΑ μίκα και λοιπά? Ήξευραν, Μικέλα, αλλά έκαναν τα παγώνια. Κοίταζαν να βγάλουν απ’ τη μύγα ξύγκι. Κι εγώ ήμουνα η μύγα. Εσείς σήμερα την έχετε καλά. Σας ντύνουνε, σας ταΐζουνε, σας ποτίζουνε, έχετε τα ρεπά σας, σας παίρνουνε στις εξοχές, ζάχαρη περνάτε. Εμένα ρώτα να σου πω, πώς περνάγαμε τότε. Του λιναριού τα πάθη τα ξεύρεις? Ε, αυτά περνάγαμε!

Κι έχετε και τόσες ευκολίες: στιρέλες, σκούπες ‘λεκτρικές, ένα σωρό αυτόματα πράματα για την κουζίνα. Να σε δω, μωρή Μικέλα, έτσι πού ’σαι μια σταλιά, να κουβαλάς τον πάγο για το ψυγείο. Να σε δω να παγαινοφέρνεις τα ταψά με τα κρέατα στο φούρνο της γειτονιάς και να σου πέφτουνε τα χέρια και η μέση από το βάρος. Να σε δω να σφουγγαρίζεις στα τέσσερα όλο το σπίτι, δυο φορές τη μέρα. Να σε δω με τα χέρια πληγιασμένα από τις αλισίβες και τις κόλες για τα πουκάμισα. Τυραννία και ταλαιπώρια, Μικέλα. Τυραννία και ταλαιπώρια.

Πρώτη να ξυπνάς στο σπίτι και τελευταία να κοιμάσαι. Και να μην έχεις αναπαμό όλη τη μέρα. «Γαρουφαλιά εκείνο… Γαρουφαλιά το άλλο…. Γαρουφαλιά κι ετούτο…». Ούτε να φαρμακώσω δε μπόραγα. Τρώγανε όλοι στην τραπεζαρία κι εγώ στην κουζίνα, μπας και τους μολύνω το τραπέζι. Αλλά κι εκεί στην ησυχία μου δε μ’ αφήνανε. Πότε με φωνάζανε για νερό, πότε για κρασί, πότε για συμπλήρωμα, μια ο κύριος να πεταχτώ στο περίπτερο να του πάρω την Ακρόπολη, μια η κυρία να πάω στη Σταθούλα την κομμώτρια να της πω να περάσει να της φρεσκάρει το χτένισμα. Σαν το Βέγγο στις ταινίες έτρεχα ολημερίς. Τον ξέρεις το Βέγγο, μωρή Μικέλα? Ε, σαν αυτόνε.

Όλη μέρα να τους φροντίζω, να τους γνοιάζομαι σαν εδικούς μου, να τους μαγερεύω, να καθαρίζω τις βρωμιές τους, να σκεπάζω τις πομπές τους, να είμαι κερί αναμμένο. Κι αυτοί ποτέ δε με κοιτάξανε στα μάτια. Παράπονο τόχω, μωρή Μικέλα, μια φορά, μόνο μια να με βλέπανε σαν άνθρωπο. Μιλάγανε για μένα σα να μην ήμουνα μπροστά, σα να μην άκουγα, σα να μην είχα αισθήματα. Και ξες ποιο με φαρμάκωνε περισσότερο απ’ όλα? Το ότι δε μου επιτρέπανε να μπω στο μπάνιο του σπιτιού, παρά μόνο για να το καθαρίσω. Στο πλυσταριό με στέλνανε για το ψιλό και το χοντρό μου και για να πλυθώ. Στο πλυσταριό στην ταράτσα, ακούς? Να ’ναι χειμώνας τώρα, να βρέχει και να χιονίζει κι εγώ να πρέπει να ανεβαίνω νυχτιάτικα στις ταράτσες. Το σκυλί στο σπίτι τα ‘κανε και τα μάζευα, αλλά εγώ έπρεπε ν’ ανεβαίνω στο πλυσταριό. Ά, βρε Μικέλα τυχερή, που κάνεις και αφρόλουτρα!

Και το βράδυ, πια, έπεφτα κατάκοπη στο κρεβάτι μου και ξεραινόμουνα. Στο πιο μικρό και σκοτεινό δωμάτιο του σπιτιού. Αλλά δε μ’ ένοιαζε, ήτανε δικό μου και τις νύχτες, τουλάχιστο, μ’ αφήνανε ήσυχια. Αν και ξεύρω ότι άλλες δεν τις αφήνανε ούτε τις νύχτες. Αν καμιά μας ήτανε ομορφούλα και φρέσκια, τη βατεύανε τ’ αφεντικά, πατεράδες και γιοι. Ευτυχώς, εγώ τέτοια ρεζιλίκια δεν έπαθα, αλλά ξεύρω άλλες που τα περάσανε. Και σπείρανε και μούλικα στα ορφανοτροφεία, αγνώστου, λέει, πατρός. Μωρέ τι αγνώστου, του κύρη τους ήτανε. Και μετά τις λέγανε πουτάνες και τις πετούσανε στο δρόμο. Ε, οι περισσότερες αυτό γίνανε στο τέλος. Λυπησιάρικες ιστορίες, Μικέλα. Λυπησιάρικες κι αληθινές.

Μέχρι το ’70 ήμουνα εσωτερικιά σε σπίτια. Μετά παντρεύτηκα το γέρο μου και με σταμάτησε. Δούλεψα πάλι στα σπίτια αλλά μεροκάματο. Καλύτερα ήταν έτσι, το απόγεμα ήμουνα εγώ κυρά στο σπίτι μου. Μόνο αυτά τα ένσημα, που δε μου κολλάγανε, να μην ήτανε… Θάχα βγει στη σύνταξη εδώ και χρόνια. Αλλά δε βαριέσαι, κοντεύω, ένας ψωριάρης χρόνος έμεινε, θα τον φάω. Και μετά να δεις μεγαλεία, μωρή Μικέλα. Θα πάρω το γέρο μου και θα πάω στο χωριό. Εκεί να πεθάνουμε βλέποντας τον ήλιο να κρύβεται πίσω απ’ το βουνό. Ομορφιές, Μικέλα, ομορφιές!

Άντε, πάμε, στέγνωσε η σκάλα, πρέπει να πάω και στη διπλανή πολυκατοικία. Δωσ’ μου δυο σακούλες να σε βοηθήσω. Δωσ’ μου λέω, αντέχω ακόμα. Σε ζάλισα με δαύτες τις ιστορίες γι’ αγρίους, ε? Για λέγε, λοιπόν, τι θα μαγερέψεις σήμερα? Εγώ έχω κοτόπουλο με τις μπάμιες από ψες.»


Composition Doll

Ετικέτες


Permalink για το "Τυχερή Μικέλα!"

21 Comments:

Blogger Μαύρος Γάτος said...

Βρ καλώς την Σίντυ!

Ωραία ιστορία και μυστήρια, αλλα τελικά δεν κατάλαβα, ποιός σκότωσε ποιόν;;;

Σ:))))))

22 Ιανουαρίου 2007 στις 12:15 π.μ.  
Blogger Кроткая said...

μπα! ξενοδουλεύουμε κιόλας???

22 Ιανουαρίου 2007 στις 12:31 π.μ.  
Blogger Γεώργιος Χοιροβοσκός said...

Nομίζω ότι θα πάρω τον ρόλο του γέρου
για να φάω κανα κοτόπουλο με μπάμιες:)))

22 Ιανουαρίου 2007 στις 8:08 π.μ.  
Blogger An-Lu said...

Πολύ καλή σε βρίσκω Κούκλα μου! Δεν έχεις χάσει καθόλου τη φόρμα σου!

22 Ιανουαρίου 2007 στις 9:39 π.μ.  
Blogger oistros said...

Τόσο μακρινά και τόσο .. κοντινά συνάμα όλα τούτα. Να είσαι καλά, Ντόλυ μου.
Πρέπει να πω δημόσια ότι μπήκε και βγήκε στη σουίτα, έστειλα τη Γαρουφαλιά να μαζέψει με την αναχώρησή της και μου λέει: "Καλέ, αυτή το σιγύρισε κιόλας φεύγοντας".
Υ.Γ. Και εμείς εδώ της κολλάμε ένσημα :)

22 Ιανουαρίου 2007 στις 10:19 π.μ.  
Blogger aeipote said...

Πολύ καλό!

22 Ιανουαρίου 2007 στις 1:03 μ.μ.  
Blogger Helix Nebulae said...

Όμορφο κείμενο.

Δυστυχώς, φοβάμαι ότι η Γαρουφαλιά έχει εξιδανικεύσει τις συνθήκες αιχμαλωσίας των αλλοδαπών συναδέλφων της. Η Μικέλα, η Σβετλάνα και τα λοιπά κορίτσια του κλάδου συνήθως δεν απολαμβάνουν αφρόλουτρα, παρά μόνο αν πρέπει να τα μοιραστούν με τον κύριο (όταν η κυρία απουσιάζει σε φιλανθρωπικό γκαλά φυσικά).

Ανοίξαμε και σας περιμένουμε, μόνο λίγη προσοχή στο παρκέ παρακαλώ. Καλά-καλά δεν έχει στεγνώσει το βερνίκι ακόμα.

22 Ιανουαρίου 2007 στις 3:55 μ.μ.  
Blogger allmylife said...

Θα γράψεις το βιβλίο σου;
ή
θα μαλώσουμε σε ξένο σπίτι;;;;;;

22 Ιανουαρίου 2007 στις 6:40 μ.μ.  
Blogger Γιουτζίν said...

πολύ καλό κούκλα :-)
Ιδιαίτερα ο λόγος της Γαρουφαλιάς -και χωρίς την εισαγωγή στο τρίτο πρόσωπο θα κυλούσε, πολύ καλό, πολύ!

22 Ιανουαρίου 2007 στις 9:45 μ.μ.  
Blogger γεράσιμος μπερεκέτης said...

Ωραιότατον. Έξυπνα ελλειπτικόν. Μας άφησες να συμπληρώνουμε αυτά που θα έλεγαν αυτοί που δεν μίλησαν.

Γέρος: "Πάλι κοτόπουλον με μμπάμιες; σ' έχει φάει το γκουβεντολόι και χασομερνάς, αντίς για να μμαζευτείς μμιαν ώραν αρχίτερα στο σπίτιν να μαγερέψεις και τίποτις. Το βράδυν τι σκατά θα φάομεν;"

(σ. προς μαύρο γάτο: εκεί τού ' ριξε μια με τον κουβά στο κεφάλι και τον άφησε σέκο.)

Φιλιππινέζα στα κανάλια: "Πολύ καλό το κυρία Γκαρουπαλά".

22 Ιανουαρίου 2007 στις 11:20 μ.μ.  
Blogger NinaC said...

@Γατί, σε λάθος μπλογκ είσαι. Το Έγκλημα και Τιμωρία είναι πιο πέρα! :p

@Krot, δε βαρυέσαι! Το μεροκάματο να βγαίνει!

@Γεώργιε Χοιροβοσκέ, αν σας άκουγαν οι φίλοι μου θα έκαναν πολλά γέλια. Δεν φημίζομαι για τις μαγειρικές μου ικανότητες. Όσο για τη Γαρουφαλιά, δεν ξέρω...

@ΑνΛου, σας μερσώ!

@Οίστρε, ήμουν σίγουρη για τα ένσημα :)))

@Αείποτε, ευχαριστώ κι ένα φιλί.

@Helix Nebulae, καλώς ορίσατε στη μπλογκόσφαιρα! Ενδεχομένως να έχετε δίκιο για τις σύγχρονες οικιακές βοηθούς, αλλά μην ξεχνάτε πως η ηρωίδα μου εργάστηκε σαν τέτοια τις δεκαετίες του 50 και 60. Και, πιστέψτε με, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα τότε. Και πιο άγρια.

@Αllmylife, ψάχνω επιμελητή! :pppp

@Γιουτζίν, Εευχαριστώωωωω :))))

@Μπερεκέτη, πατριωτάκι, με μπέρδεψε η προφορά του γέρου. Πόντιο τον κάνατε ή Κύπριο? Επίσης ευχαριστώ που ικανοποιήσατε τα αιμοβόρα ένστικτα του Μαύρου Γάτου. Και, τέλος, εξαιρετική η αντικατάσταση του Φ με το Π, στο όνομα της Γαρουφαλιάς, από τη Φιλιππινέζα της ιστορίας. Οι λεπτομέρειες είναι που κάνουν τη διαφορά!

22 Ιανουαρίου 2007 στις 11:40 μ.μ.  
Blogger roidis said...

πάντα σε διάβαζα ντολλ μου!

23 Ιανουαρίου 2007 στις 12:26 π.μ.  
Blogger ellinida said...

Απολαυστική πάντα σαν γάργαρο νερό . Σας το έχω ξαναπεί μαντάμ , είστε θεά .
φιλιά

23 Ιανουαρίου 2007 στις 8:03 π.μ.  
Blogger Αλεπού said...

Πάρα πολύ καλό! Και ηθογραφικό. Με πικρό χιούμορ και καλογραμμένο :))

23 Ιανουαρίου 2007 στις 10:10 π.μ.  
Blogger γεράσιμος μπερεκέτης said...

Χιώτης, από τα βορειόχωρα, ο γέρος.

23 Ιανουαρίου 2007 στις 11:09 π.μ.  
Blogger NinaC said...

@Ροϊδη μου, η ανάγνωση είναι αμοιβαία!

@Ελληνίδα, είστε υπερβολική και γενναιόδωρη. Υπερβολικά γεναιόδωρη, δηλαδή! Φιλιά!

@Αλεπού, ευχαριστώ! ΣΜουτς!

@Μπερεκέτη, μάλιστα, μάλιστα! Δεν την έχω ακούσει τη συγκεκριμένη ντοπιολαλιά, εξ ου και η άγνοια. Σας ευχαριστούμε!

23 Ιανουαρίου 2007 στις 4:38 μ.μ.  
Blogger zouri1 said...

ωραια ιστορια.

23 Ιανουαρίου 2007 στις 5:29 μ.μ.  
Blogger dimitris-r said...

"...δεκαετίες του 50 και 60. Και, πιστέψτε με, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα τότε. Και πιο άγρια."
Πέστε τα, γιατί ...αρκετή ζημιά μας έκανε η Στυλιανοπούλου σε λάιτ παραπληροφόρηση.
:-)

24 Ιανουαρίου 2007 στις 6:42 μ.μ.  
Blogger Σταυρούλα said...

Τς τςτς! Μέχρι και μικρού μήκους ταινία το βλέπω ;)
Μου θύμισε λίγο την Ηρώ Κυριακάκη στά "Κόκκινα φανάρια" εκεί που μιλά για το γέρο της με τρυφερότητα!
Άφταστη είσαι, κούκλα μου κι άφθαρτη!;)

24 Ιανουαρίου 2007 στις 11:18 μ.μ.  
Blogger Rodia said...

Τι εποχή κι αυτή...
Ωραία την αποτύπωσες!:-))

29 Ιανουαρίου 2007 στις 1:01 π.μ.  
Anonymous Ανώνυμος said...

Κάτι από ασπρόμαυρο φιλμ σαν εκείνες τις ταινίες που έχουμε δει χίλιες φορές και βλέπουμε ακόμα και τις γράφουμε σε DVD να τις ξαναδούμε με τα παιδιά μας όταν μεγαλώσουν λίγο... Σίγουρα δεν ήσουν "παρέα" με το FFilms?

Αnonymous ...by the lake

25 Φεβρουαρίου 2007 στις 4:50 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home