Tabs: Blog | About Us |

24.3.07

Η ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ακολουθώντας το στενό περιφραγμένο μονοπάτι
Συνάντησαν οι αναχωρητές τη θ ά λ α σ σ α
Κι ήταν η θάλασσα αφύσικη κοκκαλωμένος τόπος
Στιγμιότυπο του Αδύνατου σαν σε φωτογραφία
Κι ήτανε μεσημέρι μα ο ήλιος δεν υπήρχε
Μα ούτ' ο ουρανός και ο ορίζοντας ούτε
Μοναχά τ'ασάλευτα νερά τα κόκκαλα νερά
Κι η αίσθηση του παντεπόπτη του φανερωμένου
Του από παληά κινούμενου δια των αιώνων Οφθαλμού
Που η κόρη του μετάλλαζε στο Χρόνο
Ιριδισμοί και αποχρώσεις χρώματα της Ιστορίας
Του Οφθαλμού που ενώ γινόταν έ β λ ε π ε
Του Κόσμου που καθ'όσον έβλεπε γ ι ν ό τ α ν
Και οι αναχωρητές πιστέψαν πως το Όραμα
Δεν ήταν τίποτ' άλλο απ'το Παναίσθημα
Με το οποίο χρόνια ολόκληρα προσπάθησαν
Να έλθουν σ'επαφή κι ευθύς γονάτισαν
Για να προσευχηθούν στο Χρόνο
O που τους κόπους και τις περιπέτειές τους
Ήλθε η ώρα ν'ανταμείψει εμφανιζόμενος :

«Ω στιγμές ω ιερές στιγμές της καταξίωσης
Κάστρα που φανερώνετε τα μυστικά της μούχλας!
Σ'αυτή την εσχατιά του Κόσμου
Παύσατε πια κραυγές και οιμωγές της Ιστορίας!
Και σεις πολεμιστές σωπάστε! Το Αίμα
Το χυμένο Αίμα εδώ απέκτησε φωνή αρχάγγελου
Παληοί μας φίλοι αναστημένοι στα ραγίσματα του Χρόνου
Τίποτα πλέον τίποτα δεν μας χωρίζει
Μετρώντας αίματα συναντηθήκαμε ξανά!»

Έτσι μίλησαν εντός τους όλοι οι αναχωρητές
Ίδια κι απαράλλαχτα κι ας μη το ξέρανε
Αλλ΄ αίφνης τα νερά βρυχήθηκαν σα ζωντανά
Κι όπως στο πρώτο σήμα της Καταστροφής
Δεν συνηθίζει ο άνθρωπος να δίνει σημασία
Μην και τυχόν χαλάσει το γλυκόνειρο του ύπνου της ζωής
Έτσι και οι αναχωρητές αδιαφορήσαν όλοι
Το ρίγος μόνο νοιώθοντας και τη μεγάλη δόξα
Τη που το Χρόνο μεταμόρφωσε σ'αιώνια αγάπη·
Αλλά ξανά ο βρυχηθμός ακούστηκε πιο ισχυρός
Κι όπως καταγκρεμίζονται τα κτίρια στους σεισμούς
Έτσι ακούστηκε κι ο ήχος τούτης της εικόνας
Κι η θάλασσ' άνοιξε σαν δέρματα που σκάνε
Κι από τα βλάσφημα αυλάκια πρόβαλαν
Με ήχους απαράδεκτους κι απαίσιους τσιριγμούς
Πλοκάμια και ψευδόποδες μαστιγοφόρες ύλες
Που'λεγες ότι ποτέ ποτέ δεν θα'πρεπε να υπάρξουν!
Και οι αναχωρητές τρομάξαν κι η καρδιά τους νύχτωσε
Ότι το Πλάσμα εκινείτο ήδη εναντίον τους·
Εκεί λοιπόν που αγγίξαν το Παναίσθημα
Εκεί ατάκτως υποχώρησαν ατάκτως εγκατέλειψαν
Και οπισθογυρίζοντας εδοκιμάσαν έκπληξη μεγάλη
Γιατ' είδανε το μονοπάτι δίχως περιφράξεις πια
Και βουβαθήκαν σαν τον θάνατο
Ότι ενόμισαν πως κάθε κακοήθεια θα'ταν τώρα
Δυνατή να εισέλθει μες στο δρόμο του Θεού
Όπως άλλωστε ήδη γινόταν·
Ο Άκρος ο αναχωρητής εδήλωσε με θράσος
Πως θα μεταπηδούσε πέραν του μονοπατιού
Εφ'όσον φράχτες πια δεν υπήρχαν!
Και οι άλλοι καταλάβανε ότι τα λόγια αυτά
Αναμφιβόλως ήτανε το σήμα του μελλούμενου Πυρός
Και δίχως δισταγμό σκοτώσανε τον Άκρο
Χτυπώντας και χτυπώντας σπάζοντάς τον
Σαν κάβουρες που διαμελίζουν κάβουρα
Όταν σημάνει η πλέον σκοτεινή της Φύσης ώρα
Όμως κανείς εκείνη τη στιγμή δεν θα'ταν δυνατό
Να φανταστεί το Θαύμα που μετά τον φόνο
Θ' ακολουθούσε σπέρνοντας τον πανικό :
Τα μέλη λιώσανε του Άκρου τ'αναχωρητή ταχέως
Στη θέση τους αφήνοντας ένα γλοιώδες στόμιο
Που'χασκε ολοζώντανο σαν τη κακιά την ώρα
Κι οι αναχωρητές πιστεύσανε πως βλέπανε
Μια 'πό τις πύλες της Κολάσεως
Και κλαίγοντας εκλιπαρούσανε συγχώρεση
Και κάποιοι εξ αυτών κινούσαν έξαλλοι
Στα πέραν να μεταπηδήσουν του μονοπατιού
Εφ'όσον φράχτες πια δεν υπήρχαν!
Άνεμος τότε μυστικός ξεκίνησε
Από κρυφές υδρογειακές πηγές σα γίγαντας
Να πάει να συναντήσει τους αναχωρητές
Και τους συνάντησε· μέσα στη πιο φοβερή
Την πιο αβάσταχτη επικράτεια της αβεβαιότητας
Κι αυτοί εξέλαβαν το φύσημα τ'Ανέμου
Ως το Παναίσθημα· -λάθος βέβαια τραγικό-
Για το οποίο τόσο δρόμο είχανε διανύσει
Κι είχαν πάθει τόσα συνυπολογίζοντας βεβαίως
Και το βάρος του σπασμένου Άκρου·
Μα ο άνεμος δεν ήταν άνεμος και ήταν φως μ'αγκάθια
Και στράφηκε 'ναντίον τους με φονική βοή
Ωστόσο όλοι το δεχτήκαν με χαρά γιατί
Αν και φως μ'αγκάθια ήταν όμως φως!
Και παραμορφωμένοι άγρια 'πό την επίθεση
Του Αγίου Πνεύματος του Έσχατου
Ψέλνανε στο χώμα που 'τοιμάζοταν να τους δεχθεί
Στο χώμα που 'τοιμάζοταν να τους ξαναγεννήσει
Να τους ξαναγεννήσει! Πώς ; Με ποιά μορφή ;
Μια καινούργια απόπειρα επίκειται οπωσδήποτε
Καινούργια προσωπεία που κατασκευάζονται
Μες στα βουβά μηχανοστάσια του Αιώνα
Και ποια η κραυγή κι εκείνος ο λυγμός ο ποιος
Η φύσις του πελέκεως κι η σπάθη που
Τραντάζει απ'τον ύπνο του
Τον άνθρωπο εκείνο που ονειρεύεται τον κόσμο;

the return

Ετικέτες


Permalink για το "Η ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ"

4 Comments:

Blogger Serenity said...

Καταπληκτικό... Τι ποιητική σύλληψη και έκφραση...

24 Μαρτίου 2007 στις 6:15 μ.μ.  
Blogger Filoxeneio said...

Να στε καλά που φέρατε το πενάκι σας στο Φιλοξενείο :)

26 Μαρτίου 2007 στις 2:02 μ.μ.  
Blogger Χαρτοπόντικας said...

Αγαπητέ the_return πάντα με γεμίζεις με μια μυστικιστική διάθεση όπως όταν διαβάζω Μπλέηκ, ή Γκιμπράν ή Ναϊμύ ή ακόμα και Νίτσε στο Ζαρατούστρα.

Έχεις μια προσωπική και συνάμα καθολική, μυθολογία πολύ λεπτολογημένη.

26 Μαρτίου 2007 στις 2:37 μ.μ.  
Blogger THE_RETURN said...

@serenity:

σ'ευχαριστώ πολύ faery μου - να είσαι καλά!


@filoxeneio:

εγώ ευχαριστώ για τη τιμή - να είστε καλά


@χαρτοπόντικας:

καλημέρα χαρτοπόντικά μου - σ'ευχαριστώ για την ανάγνωση

26 Μαρτίου 2007 στις 3:27 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home