Tabs: Blog | About Us |

23.3.07

Ένας Εβραίος στο τραπέζι μας



Hava Nagila.mp3

Εξαιτίας μια ατέλειας του ουρανίσκου και των μπροστινών δοντιών τραβούσε τα «νι» και τα «λι» της, με αποτέλεσμα οι λιγότερο ευφάνταστοι να τη θεωρούν Πατρινιά και οι πιο φαντασιόπληκτοι να την περνάνε Λαρισαία.
«Από πού είσαι;» τη ρωτούσαν όταν ξεκινούσε να μιλάει, κεντρισμένοι από τα μακρόσυρτα σύμφωνά της, σίγουροι ότι είχαν ξετρυπώσει το βλαχαδερό κάτω από τη μεταμφίεση της πρωτευουσιάνας.
Κι εκείνη, που έφερε βαρέως ότι τη νόμιζαν επαρχιώτισσα, και μάλιστα όχι επειδή πράγματι ήταν αλλά λόγω ενός σωματικού ελαττώματος, απαντούσε στενόχωρα, «Κατάγομαι από την Πελοπόννησο». Κι αμέσως μετά πρόσθετε με έμφαση, «Αλλά γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα».
Αφού πέρασαν μερικά χρόνια κι έπηξε λίγο το μυαλό της, χώνεψε πως δεν αποτελεί μειονέκτημα να είναι ένας άνθρωπος επαρχιώτης, πως ο τόπος όπου γεννήθηκε κάποιος και η προφορά του καμία σχέση δεν έχουν με το χαρακτήρα του. Το λέει και το τραγούδι: Σύνορα η μαλακία δε γνωρίζει. (Κι αν δεν το λέει, θα έπρεπε.)
Έτσι, αργότερα, όταν τα «νι» και τα «λι» της εκτροχιάζονταν κι ο κόσμος τη ρωτούσε από πού είναι, απαντούσε με τον ίδιο τρόπο –γιατί πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι: «Κατάγομαι από την Πελοπόννησο, αλλά γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα». Βέβαια δίχως φόβο και πάθος τώρα πια. Όμως, αν και είχε αφήσει πίσω της το όνειδος του επαρχιωτισμού, δεν ήταν αρκετά μεγάλη για να ξεπεράσει μια άλλη συστολή που είχε κι αυτή σχέση με την καταγωγή της, και η οποία τη βασάνιζε απ’ όταν ανακάλυψε τα καλοφυλαγμένα μυστικά του ανθρώπινου κορμιού –συγκεκριμένα του γυναικείου.
Ανάμεσα σ’ εκείνους που ενδιαφέρονταν να μάθουν από πού κρατούσε η σκούφια της, υπήρχαν κάμποσοι ταγμένοι να αποκαλύψουν πάσει θυσία τη Ρίζα των Σερνάμενων Νι-Λι.
«Από την Πελοπόννησο, ε;» έλεγαν συλλογισμένοι. «Από ποιο μέρος της Πελοποννήσου;» πρόσθεταν αιφνιδιαστικά, για να την πιάσουν στον ύπνο.
«Εεε… Από τα Καλάβρυτα», απαντούσε εκείνη επιφυλακτικά, γιατί πλέον προχωρούσε σε επικίνδυνο έδαφος.
«Μέσα από τα Καλάβρυτα;»
«Μμμ… Εεε… Όοοχι…»
«Αλλά;»
«Οι γονείς μου είναι από κάτι χωριά έξω από τα Καλάβρυτα».
«Από ποια χωριά;»
«Του μπαμπά δεν το ΄χει ούτε ο χάρτης».
«Έχω περάσει από τα μέρη σας, το ξέρω σίγουρα».
«Το Ταδεχώρι».
«Μπα! Δεν το ξέρω αυτό!»
Άμα σου μιλάνε…
«Και η μαμά σου; Από ποιο χωριό είναι;»
«Εεε… Ααα... Από τα Μαζέικα».
«Μαζέικα… Μαζέικα… Ούτε αυτό το ΄χω ακουστά».
Αν ήταν μόνη της, το θέμα έληγε ανώδυνα εκεί και αναστέναζε ανακουφισμένη. Αν όμως συνοδευόταν από τη Βασούλα, –την πάντοτε πιστή στο πνεύμα του λυσσασμένου ανταγωνισμού μεταξύ άσπονδων φιλενάδων–, η κολλητή της έλεγε με ύφος αδιάφορο και ανέμελο: «Πώς… Είναι κεφαλοχώρι, σίγουρα το ξέρετε. Αλλά μάλλον με το επίσημο όνομά του. Μα πες το στον άνθρωπο, να καταλάβει για ποιο χωριό μιλάς».
Τότε εκείνη κοκκίνιζε, ξεφυσούσε, χαμήλωνε το βλέμμα, ξεροκατάπινε και ψιθύριζε, «Κτκλτρρ…».
«Πώς το ΄πες αυτό;»
«Κτκλτρρ…» μουρμούριζε ξανά το κορίτσι.
«Μίλα πιο καθαρά, βρε παιδάκι μου, δε σε καταλαβαίνω».
«Κάτω... Κλειτορία...» ξεστόμιζε με το ζόρι, υποταγμένη στο αναπόφευκτο, βγάζοντας στη φόρα το ντροπιαστικό μυστικό. Και το όνομα του μητρικού χωριού ποτέ δεν αποτύγχανε –ακόμα και χωρίς το γράμμα που του ΄λειπε – να προκαλεί τις κοροϊδίες και τα πονηρά πειράγματα εκείνων που το άκουγαν, κάνοντάς τη να θέλει ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί.
«Εμ, πες το, ντε, ότι είσαι από την Κάτω Κλειτορίδα. Ποιος δεν την ξέρει αυτήν!»
Χρειάστηκε να μεγαλώσει κι άλλο μέχρι να καταλάβει ότι δεν ήταν και τόσο κακό να κατάγεται από ένα χωριό που θύμιζε το ευφρόσυνο σάρκινο γλωσσίδι ανάμεσα στα πόδια της. Η Κάτω Κλειτορία –όπως άλλωστε και το παραλίγο συνονόματό της στοιχείο της θηλυκής ανατομίας– με τα χρόνια έγινε πηγή χαράς, αφού πάνω της συσσωρεύτηκαν γλυκιές αναμνήσεις από αγαπημένα πρόσωπα και στιγμές.
Εκεί ήταν ο παππούς ο Αργύρης, που σκάλιζε με τη βέργα του χελωνάκια και κουρούνες πάνω στο χώμα, και που κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό όταν ο εγγονός του, ο Βασίλης, έκοψε μ’ ένα ψαλίδι τα κάτασπρα κεφαλάκια από τις μαργαρίτες του, αφήνοντας μόνο τα κοτσάνια. Εκεί το ραφείο του θείου του Γιώργη, με τις μυρωδιές από τα υφάσματα και τα σαπουνάκια ραπτικής, το λιακωτό με την κληματαριά και τις σφηκοπαγίδες, τα λευκά κουνέλια με τα κόκκινα μάτια. Εκεί το παλιό σχολείο πίσω από την εκκλησία, με τις λαμπερές ντάλιες που βούτηξε ο Αργύρης για να καλοπιάσει τη μάνα του ώστε να μην τον δείρει που 'χε λεκιάσει το κίτρινο μακό μπλουζάκι του με σκουριά από την τσουλήθρα. Εκεί το ποδήλατο με τα σπασμένα φρένα και την ξέφρενη, τρομαχτική πορεία που ανέκοψε το κοπάδι με τα πρόβατα. Εκεί οι μαυροντυμένες γριές -η Αλεξάνδρα, η Όλγα και η Αντιόπη- που κάθονταν στην αυλή με την πελώρια ορτανσία στο ξύλινο κρασοβάρελο και έπλεκαν σαν αφιονισμένες με τα βελονάκια τους, κόβοντας και ράβοντας τα άπλυτα του χωριού.
Εκεί και η Αλέκα, η αγαπημένη ξαδέρφη της, και το Πάσχα του Περιπλανώμενου Ιουδαίου, τότε που πήγαν στο καφενείο, να ξαφνιάσουν τον παππού τους για να του αποσπάσουν κάνα κατοστάρικο. Βρήκαν τους θαμώνες να προσπαθούν να συνεννοηθούν μ’ έναν αλητοτουρίστα, φορτωμένο με γυλιό που στην κορυφή του είχε στερεωμένη μια διπλωμένη κουβέρτα κι από όπου κρέμονταν ένα κατσαρόλι, ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, σακούλες, σακουλάκια, κι ένα ματσάκι ρίγανη.
«Είσαι μαλάκας;» τον ρωτούσαν χαμογελαστοί οι χωρικοί.
«Γιες, γιες, Αμέρικαν!» απαντούσε ο φιλικός ξένος.
«Πολύ μαλάκας, αμέρικαν;»
«Γιες, γιες!»
Ο παππούς, περήφανος που οι εγγόνες του ήξεραν αγγλικά, τις έσπρωξε μπροστά, να μιλήσουν στον ουρανοκατέβατο επισκέπτη.
Εκείνη τον κοίταξε, τον ξανακοίταξε, και αργά και καθαρά, με προφορά συνοικιακού φροντιστηρίου τρίτης διαλογής, του έκανε την πρώτη ερώτηση που της ήρθε στο μυαλό: «Αρ… γιου… φουντ;»
Ο γαλανομάτης κοκκινομάλλης με τη μεγάλη μύτη, τις φακίδες και το αραιό γενάκι την κοίταξε ταραγμένος, ζυγιάζοντας τις πιθανότητες να ήταν κανίβαλοι οι απατηλά καλοκάγαθοι ιθαγενείς. Τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα πως απλώς το κορίτσι ήταν ηλίθιο και χαμογέλασε με κατανόηση και συμπάθεια.
«Όχι φουντ, βρε βλίτο!» πετάχτηκε η Αλέκα. «Φουντ είναι η τροφή. Χάνγκρι λέμε. Αρ… γιου… χάνγκρι
Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει τα λόγια της, και ο ξενηστικωμένος τουρίστας άρπαξε την ευκαιρία από τα μαλλιά. «Χάνγκρι! Γιες! Γιες!» φώναξε με λαχτάρα.
«Πεινάει», αποφάνθηκαν οι δυο ξαδέρφες και, προς μεγάλη ανακούφιση του παππού τους που ήξερε ότι δεν είχαν πάει να τον βρουν για καλό στο καφενείο, έπιασαν τον αδέσποτο από το χέρι κι έφυγαν.
Κατά τη διαδρομή, με αγγλικά μι τάρζαν-γιου τζέιν κατάφεραν να μάθουν πως τον έλεγαν Τζόζεφ, ήταν αμερικανοεβραίος από τη Βοστόνη και σκόπευε να γυρίσει την Ευρώπη με οτοστόπ. Μια ματιά στο λιπόσαρκο, στενόμακρο πρόσωπο οσιομάρτυρα και τα καλαμοκανιά του τις έπεισαν πως μάλλον θ’ άφηνε τα κοκαλάκια του σε κάποια αχαϊκή ραχούλα. Η σίτισή του δεν ήταν πια απλώς θέμα φιλοξενίας, αλλά φλέγον ζήτημα ζωής και θανάτου.
Όταν έφτασαν στο σπίτι τον πάρκαραν στην ασβεστωμένη αυλή με τις μαντζουράνες και τους απήγανους κι έτρεξαν στις μανάδες τους για τις απαιτούμενες εξηγήσεις. Εκείνες, με τη σειρά τους, πήγαν να πάρουν την άδεια της γιαγιάς. Η κυρ' Αλεξάνδρα έδωσε τη συγκατάθεσή της, με τον όρο ότι ο επισκέπτης δε θα έτρωγε στη μεγάλη κουζίνα, αλλά στην καλή κάμαρη του σπιτιού «για να μη γίνουν ρεζίλι στον ξένον άνθρωπο».
Τα κορίτσια τον πέρασαν μέσα. Δεξιά, πάνω από το διπλό κρεβάτι της γιαγιάς και του παππού με την πλεκτή λευκή κουβέρτα, ήταν κρεμασμένη μια βελουτέ μπάντα με τον Αλή Πασά να κρατάει στο δεξί του χέρι ένα ναργιλέ και με το αριστερό να χαϊδεύει τα μαλλιά της κυρά-Φροσύνης, που τον κοιτούσε με βλέμμα λάγνο. Αριστερά, στην κόχη που σχημάτιζαν δυο ντουβάρια, βρισκόταν το εικονοστάσι. Ένα μεγάλο, γυάλινο κρεμαστό καντίλι έκαιγε μπροστά σε καμιά δεκαπενταριά αγίους και μια ανατριχιαστική απεικόνιση του Γολγοθά, με νεκροκεφαλές και φίδια να σέρνονται γύρω από το Σταυρό του Μαρτυρίου.
Ο Τζόζεφ δε φάνηκε να πτοείται από το φολκλορικό διάκοσμο, όμως κοίταξε καλά καλά τη γιαγιά που, αναντίρρητα, ήταν το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του δωματίου. Καθόταν στην πολυθρόνα της ντυμένη στα μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια –πάντα υπήρχε κάποιος πεθαμένος στο σόι–, με τη χοντρή πλεξούδα των μαλλιών της στερεωμένη με φουρκέτες σαν φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της, συγκρατημένη με ψιλό φιλέ. Η έκφρασή της ήταν λίγο πιο βλοσυρή από του Ναπολέοντα μετά την ήττα στο Βατερλό -είχε ζοχάδες επειδή ο παππούς έπαιζε κολτσίνα στο καφενείο μεγαλοβδομαδιάτικα.
Όταν είδε τον Τζόζεφ να την παρατηρεί, έγειρε μπροστά, στήριξε τα δυο της χέρια πάνω στη μαύρη μαγκούρα της και τον κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Καμία εκτίμηση δεν έτρεφε για τους λιανούς ανθρώπους, και ο επισκέπτης ήταν σαν το κεράκι της Λαμπρής. Άξαφνα, έστρεψε τη μαγκούρα της στο χαμηλό τραπέζι με τα σκαμνάκια μπροστά στο σβηστό τζάκι. «Θρονιάσου», διέταξε τόσο δεσποτικά ώστε ο Τζόζεφ τσακίστηκε ν' αφήσει κάτω τα συμπράγκαλά του και να υπακούσει δίχως να περιμένει τη μετάφραση της εντολής.
«Ξίκικος* είν' ο μαύρος», είπε η γιαγιά στην κόρη και τη νύφη της. «Φέρτε του να φάει. Ας είν' κι αρτύσιμο, ασθενής και οδοιπόρος αμαρτία ουκ έχει>». Έπειτα γύρισε στις εγγόνες της. «Πώς τόνε λένε;» ρώτησε.
«Τζόζεφ», απάντησε η Αλέκα.
«Τι όνομα είναι τούτο;» απόρησε η γιαγιά.
«Αμερικάνικο. Σημαίνει Ιωσήφ», πετάχτηκε η άλλη.
«Ααα...» έκανε η κυρ' Αλεξάνδρα, ευχαριστημένη που ο ξένος είχε το όνομα του άντρα της Παναγίας. «Χριστιανός είναι κι αυτός».
«Όχι, βρε γιαγιά, τι χριστιανός; Εβραίος είναι».
Τότε η γιαγιά τινάχτηκε από τη θέση της με ευλυγισία που θα ζήλευε και αίλουρος, αλυχτώντας ένα διαπεραστικό και παρατεταμένο ιιιιιιιιιιιιιι. «Οβριός! Ανάθεμα την πυτιά σας!» φώναξε, με βλέμμα που πετούσε σπίθες. «Μπάσατε Οβριό στο σπίτι μου λαμπριάτικα! Αυτοί σταυρώσανε το Χριστό!» είπε, δείχνοντας με τη μαγκούρα της τον Τζόζεφ, που με την ιαχή είχε ζαρώσει στο σκαμνάκι του.
«Ωχ, μωρέ γιαγιά, κι εσύ! Μήπως ο Τζόζεφ τον σταύρωσε; Άσε που κι ο Χριστός Εβραίος ήταν», είπε η Αλέκα.
«Άει χέσ’ τα πόδια σου, κακοχρονισμένο, που θα μου πεις πως ήταν Οβριός ο Χριστός. Πού τα ΄μαθες αυτά;»
«Στο σχολείο. Ήταν, σου λέω».
«Ήταν», σιγοντάρισε με ύφος προφέσορα η ξαδέρφη της.
Η γιαγιά κοίταξε τις εγγόνες της δύσπιστη, κοίταξε και τον επισκέπτη που είχε γουρλώσει τα μάτια, κι έδωσε τόπο στην οργή.
«Άντε, μέρες που είναι ας φάει κι ο Οβριός», είπε μ' επιείκεια και κάθησε στην πολυθρόνα της. «Ποιος να μου το ΄λεγε...» μουρμούρισε.
Έτσι ο Τζόζεφ ήπιε χωριάτικο κρασί κι έφαγε φακές με ρέγκα –μένοντας με την απορία για το είδος του ψαριού, αφού τα αγγλικά των δύο κοριτσιών δεν κατάφεραν να τον διαφωτίσουν–, μαρουλοσαλάτα, φρέσκο σπιτικό ψωμί και κόκκινα πασχαλινά αβγά. Τους κουραμπιέδες, που η γιαγιά έφτιαχνε σε όλες τις γιορτές κι όχι μόνο τα Χριστούγεννα, τους άφησε για το τέλος και τους κατέβασε με τη φέτα, προκαλώντας μουλωχτές γκριμάτσες αηδίας και κάποια πολύ προσβλητικά σχόλια για τους Οβριούς από την κυρ’ Αλεξάνδρα.
Λίγο προτού φύγει, ο Τζόζεφ θέλησε να ευχαριστήσει τη γιαγιά.
«Θενκ γιου βέρι ματς, γκράνμα. Γιου αρ σοοοο νάις…»
«Τον κακό σου τον καιρό!» είπε δύσθυμα εκείνη. «Δώστε του κουλούρια, κουραμπιέδες, ψωμί, τυρί κι αβγά να πάρει μαζί μην ψοφήσει πουθενά και το ΄χω κρίμα στο λαιμό μου», πρόσθεσε αμέσως μετά. «Κι αν θέλει να φάει κρέας να λιγδώσει λίγο τ΄ άντεράκι του, πείτε του να ξανάρθει ανήμερα το Πάσχα».
Τα κορίτσια πήραν τον Τζόζεφ να του δείξουν τα αξιοθέατα του χωριού και να τον γνωρίσουν στις φίλες τους, μεταξύ των οποίων ήταν και η Κασσιανή, μια μουστακαλού δεκαεξάχρονη με τροφαντά μαστάρια, τρία-τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή τους, που, όπως έλεγαν οι κακές οι γλώσσες, το πήγαινε το γράμμα.
Στο χωράφι με το ψηλό χορτάρι, τις δεντρομολόχες και τους μπάμπουρες που βούιζαν παλαβωμένοι από τη γλυκιά απριλιάτικη ζέστη, ο Τζόζεφ προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να τις διδάξει να χορεύουν το Άβα Ναγκίλα. Ωστόσο, όπως έμαθαν λίγες μέρες αργότερα, η σύσφιξη σχέσεων ιουδαϊκού και ελληνορθόδοξου πολιτισμού τελικά επιτεύχθηκε. Η Κασσιανή, υποκύπτοντας στις επίμονες πιέσεις τους, ομολόγησε ότι είχε μια πολύ ρομαντική, αν και σύντομη –περίπου εικοσάλεπτη– περιπέτεια με τον περιπλανώμενο Τζόζεφ. Επίσης, τους περιέγραψε με όλες τις λεπτομέρειες τι μούτρα έχει μια περιτετμημένη εβραϊκή τσουτσού.

*λειψός στο βάρος

Από την Κουρούνα

Για την Αλέκα

Η ιστορία του Hava Nagila

Ετικέτες


Permalink για το "Ένας Εβραίος στο τραπέζι μας"

3 Comments:

Blogger ellinida said...

Σκέτη απόλαυση. Μου έφτιαξες το κέφι
Να είσαι καλά.:)))

23 Μαρτίου 2007 στις 5:55 μ.μ.  
Blogger Filoxeneio said...

Θερμές ευχαριστίες για το πέρασμα σας από τη σουίτα :)

24 Μαρτίου 2007 στις 11:42 π.μ.  
Blogger Η Κουρούνα said...

Ελληνίδα, χαίρομαι! :-)

Εγώ ευχαριστώ για τη φιλοξενία, αγαπητό Φιλοξενείο!

28 Μαρτίου 2007 στις 12:17 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home