Tabs: Blog | About Us |

30.3.07

Η γιαγιά


Όταν μου ζήτησες να γράψω κάτι για το ‘Φιλοξενείο’ – και έχουν περάσει σχεδόν δυο μήνες από τότε, με ανησύχησες και με προβλημάτισες. Ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί αν κάποια στιγμή θα ‘έκλεινα’ το blog μου και ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν με είχε απασχολήσει η διάρκεια του, παράλληλα ο τίτλος ‘Φιλοξενείο’ χωρίς να το θέλω με στέλνει σε αναμνήσεις από ‘ενοικιάζονται δωμάτια’ των παιδικών μου καλοκαιριών κάπου στις αρχές του 60.

Έτσι λοιπόν αποφάσισα να ξεκινήσω κάτι που το σκέφτομαι έντονα τα τελευταία τρία χρόνια και που δεν ξέρω αν θα συνεχίσω και πολύ περισσότερο αν θα το τελειώσω. Είναι η ιστορία της γιαγιάς μου που υπεραγαπούσα και που έφυγε με την γέννηση της Δάφνης, είναι η ιστορία που θα ήθελα η Δάφνη να ξέρει και που πολλές φορές το χαμόγελο της μικρής μου πριγκίπισσας μου θυμίζει το χαμόγελο της γιαγιάς που μου λείπει τόσο πολύ. Κάτι σαν ...φιλοξενείο συναισθημάτων. Ελπίζω να σας μεταδώσω κάτι από αυτά τα συναισθήματα.

Μια αυγουστιάτικη ανάμνηση

‘Πρόσεξε το σκαλοπάτι, θα πέσεις!’ Ήταν η τρίτη φορά που η φωνή της με αυτή τη στριγγλιά ηχώ επαναλάμβανε ακριβώς την ίδια φράση. Τις δύο προηγούμενες μόλις διαβήκαμε την πόρτα της αυλής και τη δεύτερη στο διάδρομο του σπιτιού που η γιαγιά μου είχε νοικιάσει δωμάτιο για τρεις βραδιές.

‘Πρόσεξε εδώ είναι το σκαλοπάτι!’ Γύρισα αγριεμένος να την κοιτάξω και φυσικά δεν κατάλαβα ότι το περίφημο σκαλοπάτι ήταν εδώ, έτσι ...βρέθηκα ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πάτωμα με τη σακούλα με τους γερμάδες να λιώνει από το βάρος μου και την ταχύτητα της πτώσης. Η γιαγιά μου με κοίταζε έντονα.

Το πρόσωπό μου έγινε κατακόκκινο, κάτι από πασχαλινό αυγό και τα αυτιά μου αρχίσανε να τρέμουν. Το παθαίνω αυτό, όταν βρίσκομαι σε συναισθηματική ένταση ακόμα και τώρα που μεγάλωσα. Βέβαια κανένας δεν το παραδέχεται ότι τα αυτιά μου κουνιούνται, ούτε δείχνουν να θέλουν να το καταλάβουν, ούτε οι φίλοι μου, ούτε οι δύο γυναίκες που παντρεύτηκα ... σε διαφορετικούς χρόνους!

‘Άντε, σήκω τώρα και σκουπίσου, μια χαρά είσαι!’ και δύο τρομάρες, μία από τη πτώση και μια από το βλέμμα της γιαγιάς μου που ένιωθα στην πλάτη μου, αλλά δεν είχα κανένα σκοπό να το συζητήσω αυτή τη στιγμή. Βέβαια από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν το ‘στο ‘πα εγώ!’ αλλά ήμουν αποφασισμένος να πάρω τα πράγματα ψύχραιμα και να κρατήσω ζωντανή την λίγη αξιοπρέπεια που μου είχε μείνει από τα ζουμιά που τρέχαν στο μπλουζάκι μου.

‘Στο ‘πα για το σκαλοπάτι!’ Ε βέβαια, ποιος μπορούσε να συγκρατήσει την κυρά Μαρίκα και την στριγγλιά φωνή της από το να το πει. Ήμουνα σίγουρος ότι δεν θα την έβγαζα καθαρή μ’ αυτήν τη γυναίκα.

Αποφάσισα να μην ασχοληθώ μαζί της, και προσπαθώντας να αποφύγω το βλέμμα της γιαγιάς μου, σηκώθηκα όσο πιο προσεκτικά μπορούσα από το πάτωμα, πήρα τις δυο μπλε σακούλες του μανάβη που κουβάλαγα από τον Πειραιά και προχώρησα προς τον πάγκο που ήμουνα σίγουρος ότι αντιπροσώπευε την κουζίνα.

‘Τακτοποιηθείτε εσείς κι ‘γω πάω να σας φέρω πετσέτες.’ Έκλεισε τη δίφυλλη πόρτα πίσω της και έσυρε τις χοντρές παντόφλες της στο διάδρομο. Φρίκη. Αλλά ήμουνα αποφασισμένος, θα δείξω υπομονή.

Με τη γιαγιά μου πέρναγα πάντα καλά, όπου και να πηγαίναμε, και πάντα κάπου πηγαίναμε ή θα πηγαίναμε. Άλλωστε με τη γιαγιά μου έμενα τις περισσότερες μέρες μου, και τα βράδια. Οι γονείς μου... αλλά ας το αφήσουμε αυτό γιατί είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία και έχει τη γεύση πικραμύγδαλου ακόμα.

Η γιαγιά μου λοιπόν, η μητέρα της μητέρας μου ήταν μια πολύ ασυνήθιστη γυναίκα, τουλάχιστον σε σχέση με τις περισσότερες γιαγιάδες που γνώρισα στη ζωή μου.

Η Αργυρώ, αυτό είναι το όνομά της, τα είχε δει όλα! Πολέμους, προσφυγιά, διωγμούς, φτώχια, θανάτους, καταστροφές, πείνα, χηρεία και ορφάνια. Κι όλα τα είχε δει με αυτό το αχνό χαμόγελο που είχε η ματιά της. Όλα μαζί της είχαν δώσει μια ατελείωτη κατανόηση και υπομονή για τους πάντες και τα πάντα. Και μια ιδιαίτερη σοφία. Η γιαγιά μου έλεγε συχνά πως η ζωή έχει μέσα της όλες τις απαντήσεις, εσύ το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να περιμένεις σιωπηλά να την ακούσεις. Βέβαια εγώ από μικρός έκανα πολύ φασαρία και δεν άφηνα κανένα να ακούσει τι ψιθύριζε η ζωή και γι αυτό έκανα και πολλά λάθη, αλλά όπως λέει και η γιαγιά μου και τα λάθη κομμάτι της ζωής είναι.

Αυτές τις μικρές και μεγάλες σοφίες φρόντιζα πάντα να τις κρατάω και σε στιγμές μεγάλης λύπης ή χαράς τις φέρνω μπροστά μου, μαζί με το αχνό χαμόγελο στη ματιά και τότε νιώθω λίγο πιο ...ανάλαφρος. Πολλές φορές στη συνέχεια είδα πραγματικά την ίδια τη ζωή με τον πιο μαγικό τρόπο να δίνει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τις δικές της λύσεις και στα πιο δύσκολα προβλήματα.

Βέβαια εκείνη τη στιγμή τη λύση την έδωσε η κυρά Μαρίκα που εισέβαλε στο δωμάτιο σέρνοντας τις παντόφλες της, τεράστια και μυρίζοντας άρωμα λεμόνι μπερδεμένο με ιδρώτα και μια γαλάζια σκληρή πετσέτα. Εγώ προσπάθησα να την σταματήσω απλώνοντας μπροστά τα χέρια μου, αλλά πολύ αργά. Τα τεράστια χέρια της τυλιγμένα με τις δύο άκρες της πετσέτας μου καθαρίζαν άγαρμπα, πρόσωπο, χέρια και μπλούζα ταυτόχρονα.

Να το πάλι αυτό το βλέμμα. Την ένιωθα εκεί δίπλα στο διπλό κρεβάτι την ώρα που ξεδίπλωνε τα ρούχα μας για να τα βάλλει στη ντουλάπα, να με κοιτάει και να χαμογελάει. Έπαιρνε την εκδίκησή της από την απροσεξία μου και με άφηνε να καθαρίσω και να τιμωρηθώ μόνος μου από τα χέρια της κυρά Μαρίκας.

Α! Μην το ξεχάσω, εγώ ήμουνα μόλις έξη χρονών όταν συνέβαιναν όλα αυτά!

‘Εντάξει κυρά Μαρίκα μου, φτάνει, θα τον βάλω να κάνει ένα μπάνιο και ν’ αλλάξει. Νομίζω ότι αυτή είναι η καλύτερη λύση.’ Φαίνεται κατάλαβε ότι τιμωρήθηκα αρκετά.

‘Άντε να πάω κι εγώ, γιατί σήμερα είχαμε πολλούς νοικάρηδες, να ‘ναι καλά η Μεγαλόχαρη!’ έκανε το σταυρό της και χωρίς να περιμένει καμία απάντηση, έσυρε τις παντόφλες της στο διάδρομο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Κρατώντας την αξιοπρέπειά μου ακόμα όρθια και την μπλούζα μου τσαλακωμένη, προχώρησα προς τη πόρτα για να την κλείσω.

‘Ας την ανοιχτή να ξεμυρίσει λίγο. Μυρίζει τσιγαρίλα εδώ μέσα.’ Συνηθισμένος από τον πατέρα μου που ήταν αιώνια με ένα τσιγάρο στο στόμα δεν ένιωσα τη διαφορά, ήταν βέβαια και η μυρωδιά της κυρά Μαρίκας... αλλά τώρα που το είπε είχε δίκιο. Η μυρωδιά του τσιγάρου είχε τρυπώσει παντού σ’ αυτό το δωμάτιο και με την Αυγουστιάτικη ζέστη μύριζε ακόμα χειρότερα.

Είχα μείνει με το χέρι στο πόμολο, όταν άκουσα και μια άλλη φωνή από τον διάδρομο που μου κίνησε την περιέργεια και με έκανε να βγάλω το κεφάλι μου να κοιτάξω.

‘Δεν θέλω να μείνω εδώ!’ Η φωνή ήταν επιτακτική, πεισματάρα και ήταν το κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια που κοιτούσα και με κοιτούσε στο σαλόνι του πλοίου. Εγώ διάβαζα ένα Μίκυ Μάους κι εκείνη κάτι άλλο. Δηλαδή έκανα πως διάβαζα γιατί τα περισσότερα δεν τα καταλάβαινα, αλλά μπορούσα να κάνω ιστορίες με τις εικόνες που έβλεπα.

Όλοι λέγανε ότι ήμουνα πολύ καλός σ’ αυτό και με καμαρώνανε όταν έπιανα την εφημερίδα του πατέρα μου και προσποιόμουνα πως διάβαζα. Το πιο καλό μου σημείο ήταν πως έβγαζα και επιφωνήματα θαυμασμού ή λύπης κάθε τόσο. Αυτό βέβαια γινόταν όσο ήμουνα σίγουρος ότι υπήρχε ακροατήριο, μετά η εφημερίδα έπαιρνε διάφορες μορφές, όπως αεροπλάνο, βάρκα και άλλα χρήσιμα πράγματα.

Χμ, το κοριτσάκι έκανε τα αυτιά μου να κουνηθούν αλλά κάνοντας τον αδιάφορο, αφού σιγουρεύτηκα ότι με είχε δει κι εκείνη, μπήκα μέσα. Λοιπόν τα κοριτσάκια σ’ αυτή την ηλικία είναι μία πολύ περίεργη ανακάλυψη. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, η ξαδέρφη μου μία από αυτές, κάνανε μόνο για νοσοκόμες. Δηλαδή στους καουμπόηδες και ινδιάνους. Κι’ εκεί που η μάχη βρισκότανε στη πιο καλή της φάση αυτές αντί να κοιτάζουν τους πληγωμένους ταΐζανε τις κούκλες τους ή φτιάχνανε τσάι και ανταλλάσσανε επισκέψεις. Μάλιστα! Επισκέψεις! Οι Ινδιάνες στις καουμπόισσες. Εμείς σκοτωνόμαστε στη μάχη και αυτές ανταλλάσσανε επισκέψεις.

Για όλους αυτούς λοιπόν τους πολύ σημαντικούς λόγους, για την εξέλιξη της ιστορίας του πολέμου και του πολιτισμού μας, αποφασίσαμε όλη η παρέα να μην ξαναβάλουμε κορίτσια στα παιχνίδια μας. Μέχρι που υπήρξαν κλάματα και η επέμβαση της θείας μου και της μάνας του Κωνσταντίνου και της Μάγδας και κάτω από την πίεση αποφασίσαμε να ξαναπαίξουν τα κορίτσια.

Αλλά εκεί πια ήταν που μπερδευτήκαμε τελείως, γιατί τα κορίτσια αποφασίσαν ότι είχαν βαρεθεί να παίζουν τους καουμπόηδες και προτιμούσαν να παίξουν τις μαμάδες και για να μας τιμωρήσουν δεν θα μας παίζανε! Άντε τώρα να βγάλεις άκρη μαζί τους. Μετά όμως ήταν κι αυτή η περίεργη ανατριχίλα που νιώθαμε όταν βρισκόμαστε κοντά στα κορίτσια και το καμάρι μας όταν μερικές φορές παίζαμε τους μπαμπάδες. Βέβαια το νανούρισμα του μωρού δεν συγκινούσε κανέναν από εμάς και το κάναμε με μεγάλη δυσκολία και προσπαθώντας να σκεφτούμε δεκάδες δικαιολογίες για να το αποφύγουμε, αλλά νιώθαμε όμορφα όταν βγάζαμε βόλτα την «οικογένειά μας».

Η γιαγιά μου τοποθέτησε προσεκτικά τα ρούχα μας στη δίφυλλη ντουλάπα, τα εσώρουχα στο συρτάρι και τέλος έβγαλε τις δικές μας πετσέτες, αφράτες, μαλακές και με τη γλυκιά μυρωδιά λεβάντας και τις πήγε στο μπάνιο.

‘Θα ξαπλώσω λίγο να ξεκουραστώ και μετά που θα πέσει πιο πολύ ο ήλιος θα πάμε να φάμε κάτι. Ξάπλωσε και συ λίγο να ξαποστάσεις από το ταξίδι.’ Η τελευταία παρατήρηση είχε και κάποιο υπονοούμενο.

Η θάλασσα δεν ήταν και δεν είναι το καλύτερό μου. Βασικά ότι κουνιότανε δεν ήταν το καλύτερό μου. Είχα αρχίσει να νιώθω ναυτία από το ταξί που μας έφερε από το Παγκράτι στον Πειραιά. Το πρωινό γάλα και το παξιμάδι το έβγαλα στον Πειραιά, είχα φάει ένα πολύ ελαφρύ πρωινό μιάς και το πρόβλημα, ήταν γνωστό. Την τυρόπιτα που είχα επιμείνει να πάρω στο Πειραιά, την έβγαλα κοντά στο Σούνιο, και τα πατατάκια λίγο μετά την Μακρόνησο.

Αυτό το παιχνίδι συνεχίστηκε σε όλη τη διαδρομή που κρατάει πέντε ώρες γεμάτες. Η γιαγιά μου αγόραζε ή μου έδινε κάτι από τη τσάντα της και εγώ το έβγαζα μετά από λίγη ώρα. Έκανα ένα διάλειμμα είκοσι λεπτών και προχωρούσα στο επόμενο μπούκωμα και ξανά από την αρχή.

Στα ενδιάμεσα ασχολιόμουνα με τα περιοδικά μου, που είχα πάρει από το σπίτι και το περίπτερο στο λιμάνι και έριχνα και μια ματιά στη γενικότερη κίνηση στο σαλόνι. Όπως τι στάμπα είχε το μπλουζάκι που φόραγε ένα αγοράκι που συνέχεια έκλαιγε ή τι κούκλα κρατούσε το κοριτσάκι που με κρυφοκοίταζε.

Δεν ξέρω αν ήμουνα πραγματικά όμορφο παιδί, αλλά επηρεασμένος από όσα έλεγε η γιαγιά μου, η θεία μου και όλοι μας οι γνωστοί και συγγενείς ήμουνα το πιο όμορφο αγοράκι στον κόσμο, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν πολύ φυσιολογικό να με κοιτάζει το κοριτσάκι εντυπωσιασμένο. Έτσι τις λίγες στιγμές που ήμουνα καλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κορδωνόμουνα, έσφιγγα το σώμα μου για να φαίνομαι ψηλός, ή ΄διάβαζα’ αδιάφορα.

Για τα αποτελέσματα δεν ήμουνα και απόλυτα σίγουρος, μιας και κάθε τόσο μια τεράστια καφέ σακούλα έκρυβε το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της προσωπικότητάς μου, τα πράσινα μάτια μου! Αυτή ήταν κουβέντα που είχα ξεσηκώσει από την θεία μου την Ντίνα.

Για τη Θεία μου την Ντίνα δεν σας έχω μιλήσει ακόμα. Η αγαπημένη μου! Η μικρή διαφορά ηλικίας που έχουμε, για ανιψιό και θεία, με έκανε να μην καταλαβαίνω τις διαφορές μας. Κάποια στιγμή μάλιστα, στη σοβαρή ηλικία των πέντε σκεφτόμουνα να την παντρευτώ και να βάλω τη σχέση μας σε κάποιο πιο σοβαρό δρόμο. Δυστυχώς ή ευτυχώς στη συνέχεια ανακάλυψα και άλλες γυναίκες και αποφάσισα ότι ο γάμος δεν ήταν ότι ακριβώς ήθελα από τη ζωή μου. Προτιμούσα τις φίλες. Φαντάζομαι δραματικό ρόλο στην απόφαση μου έπαιξε και μια κούπα τηγανισμένο λάδι που μου έδωσε ένα πρωί κατά λάθος πιστεύοντας ότι είναι γάλα. Πικρή εμπειρία και γεύση που ακόμα την θυμάμαι.

Tο αργότερα της γιαγιάς μου, ήρθε με πολύ αργούς ρυθμούς. Έτσι γίνεται πάντα τα μεσημέρια. Στην αρχή έριξα μια ματιά στα βιβλία μου, αλλά βαρέθηκα γρήγορα, ακολούθησε μία μάχη μεταξύ δύο ινδιάνων και ενός ιππότη με ένα καουμπόη σε άλογα, με την συνοδεία ενός φορτηγού και ενός λεωφορείου. Τέλος ζωγράφισα με αόρατα μελάνια σύννεφα στο ταβάνι και κάνοντας τον πιλότο κάτω από το σεντόνι με πήρε ο ύπνος.

Γενικά δεν είμαι γκρινιάρης. Πιθανώς λίγο παραπονιάρης, το λέει και η γυναίκα μου, αλλά γκρινιάρης ποτέ. Εκτός. Εκτός από το ξύπνημα μετά από μεσημεριανό ύπνο. Αυτό ισχύει και σήμερα γι αυτό και το εχω κόψει. Δεν μπορώ το ξύπνημα από το μεσημεριανό ύπνο. Όλα μου φταίνε. Ο καιρός, ο αέρας, η φωνή μου, οι φωνές των άλλων, τα τελευταία χρόνια και ο πονοκέφαλος. Σηκώθηκα αργά αργά και προσπάθησα να συνειδητοποιήσω αν ήταν μέρα η νύχτα.

Το Αυγουστιάτικο απόγευμα, σε χρώματα μελιτζανί πλημμύριζε το μπαλκόνι, εγώ καθόμουνα στο τριζάτο ράντζο που ήταν το κρεβάτι μου και προσπαθούσα να συνέλθω, όταν το άκουσα...

‘Τον ετοιμάζω, ετοίμασε κι’ εσύ τη Γιωργίτσα και πάμε για φαγητό μαζί!’ Γύρισα τόσο απότομα που ζαλίστηκα. Η γιαγιά μου ήταν στη πόρτα και ερχόταν προς εμένα.

‘Η Γιωργίτσα; Πάμε για φαγητό; Ποια Γιωργίτσα;’ Είχα καμιά εικοσαριά ερωτήσεις ακόμα, αλλά δεν είχα χρόνο και προσπαθώντας να συνέρθω θύμισα στον εαυτό μου ότι ήταν απλώς ένα κοριτσάκι που στο τέλος θα έκανε κάτι στραβό. Η τελευταία σκέψη σταμάτησε για λίγο μιας και έβαζα ανάποδα το μπλουζάκι μου. Η γιαγιά μου με βοήθησε να βγάλω το μπλουζάκι μου, από την καλή αυτή τη φορά , οι κάλτσες μπήκαν γρήγορα και με μία μικρή βοήθεια δεθήκαν τα κορδόνια των παπουτσιών μου, πρέπει να σημειώσω ότι ήταν κάτασπρα και ολοκαίνουργια, και ήμουνα έτοιμος.

Τα παπούτσια είχαν αγοραστεί πριν από δύο μέρες και ήταν ακριβώς τα ίδια με αυτά που φορούσε ο Νίκος. οχι ο απέναντι, ο άλλος που μένει πιο κάτω. Ο πιο κοντός. Καλά τι σας λέω τώρα.

Τα ξέρετε τα ταβερνάκια στη Τήνο; Βέβαια τα ξέρετε. Μπλε ψάθινες καρέκλες, ξύλινα τραπεζάκια με το ένα πόδι πάντα πιο κοντό για να χύνεται πάντα το νερό ή στη δικιά μου περίπτωση η πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό και όχι από το ψυγείο, και χάρτινο τραπεζομάντιλο με μπλε βαρκούλες και μεγάλα γράμματα, ‘εξοχική ταβέρνα ο Γιώργος’.

Κάτσαμε όλοι μαζί. Εγώ και η Γιωργίτσα δίπλα-δίπλα. Η γιαγιά μου και η κυρία Μαρία δίπλα δίπλα. Οι διαπραγματεύσεις για το φαγητό είχαν γίνει πριν καν βγούμε από το δωμάτιο. Οι τηγανητές πατάτες είχαν απαγορευτεί. Το μπιφτέκι είχε απαγορευτεί και μπροστά στην εύνοια της τύχης να φάω δίπλα στην Γιωργίτσα αρκέστηκα στις γεμιστές ντομάτες, σαλάτα και... πρέπει να είχα φορέσει το πιο πετυχήμενο μου παραπονιάρικο ύφος γιατί τελικά εμφανίστηκαν και οι τηγανητές πατάτες. Μια μερίδα για μένα και μια για την Γεωργίτσα. Κρίνοντας βέβαια από το παστίτσιο που βρισκόταν μπροστά από την Γιωργίτσα ήμουν σίγουρος ότι ανάλογες διαπραγματεύσεις είχαν προηγηθεί της αναχώρησης τους από το ‘ενοικιάζονται δωμάτια’, περίεργο όνομα για ξενοδοχείο.

Γιατί όλα τα παιδιά τρελαίνονται για πατάτες τηγανητές; Μυστήριο. Πολλές φορές κοιτάζω παιδιά στις σημερινές ταβέρνες, οι καρέκλες βέβαια δεν είναι πια ψάθινες αλλά το τραπέζι συνεχίζει να έχει το ένα πόδι πιο κοντό, να τρώνε πατάτες με ένα βλέμμα που γυαλίζει και... Και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Εγώ δεν τρελαίνομαι πια για πατάτες τηγανητές. Μ’ αρέσουν στον φούρνο, σαν πουρέ, ο’γκρατέν αλλά τηγανητές; όχι ευχαριστώ!

Η κυρία Μαρία ζούσε στον Πειραιά και είχε άντρα ναυτικό που ταξίδευε όλο τον χρόνο και κάθε Αύγουστο ερχόταν στην Μεγαλόχαρη, τάμα, για να τον κρατάει γερό και δυνατό. Αυτά τα είχε πει απνευστί ρίχνοντας στον τέλος και έναν αναστεναγμό.

Εδώ πρέπει να σας εξηγήσω κάτι. Η γυναίκα μου είναι ξένη. Ξένη, όχι από τη Θράκη ή από κάποιο νησί. Αλλά ξένη. Από χώρα βόρεια και παγωμένη. Τα πάντα της φαίνονται καινούργια και πολλές φορές αστεία, ξέρετε τώρα τι ιδιόρρυθμο χιούμορ έχουν αυτές οι ξένες. Λοιπόν, εκείνη με έκανε να παρατηρήσω ότι στην Ελλάδα, κάθε φορά που οι γυναίκες λένε κάτι πολύ προσωπικό τους, στο τέλος αφήνουν και ένα αναστεναγμό.

Ο αναστεναγμός αυτός έχει τελείως δικό του ήχο και ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους αναστεναγμούς. Αυτή είναι μία άλλη παρατήρηση της γυναίκας μου. Ότι έχουμε χιλιάδες ήχους, αναστεναγμούς και επιφωνήματα, που πολλές φορές λένε πιο πολλά απ’ όσα οι λέξεις που χρησιμοποιούμαι. Λοιπόν ο συγκεκριμένος αναστεναγμός απαιτεί ελαφριά εισπνοή και ύστερα αργή εκπνοή γεμάτης ποσότητας αέρα, ο ήχος προαιρετικός. Μην το δοκιμάσετε όταν είσαστε μόνοι σας στο σπίτι.

Στον δεύτερο αναστεναγμό είχα αρχίσει να έχω πρόβλημα με την καρέκλα. Στον τρίτο έκοψα κομμάτι από το χάρτινο τραπεζομάντιλο και στον τέταρτο μου έπεσε το πηρούνι. Τώρα οι αναστεναγμοί ερχόντουσαν στερεοφωνικά.

Η Γιωργίτσα δεν μίλαγε καθόλου. Λερώθηκε λίγο με μία ντομάτα που τις έπεσε στο κατακίτρινο φορεματάκι αλλά κατά τα άλλα η απόλυτη σιωπή. Ούτε καν λοξές ματιές. Στην αρχή προσπάθησα σπρώχνοντας το ψωμί μου προς το μέρος της να τραβήξω την προσοχή της, αλλά τίποτα. Ήταν απορροφημένη με το διπλανό τραπέζι.

Όταν έπεσε το πηρούνι μου έριξε μία απορημένη ματιά, ‘Μα πως τα κατάφερες;’ ή ‘την έκανες πάλι!’ και δεν με ξανακοίταξε! Οι αναστεναγμοί συνεχιζόντουσαν, η Γιωργίτσα δεν με κοίταζε και ξέσπασε και ο πόλεμος!

Χα, σας έπιασα! Ποιος πόλεμος; Ο μεγάλος, ο ένας, ο μοναδικός. Αυτός που εκείνη την εποχή οι λίγοι τον λέγαν φωναχτά ο παγκόσμιος και οι πολλοί σιωπηλά και συνωμοτικά, το αντάρτικο και η γιαγιά μου με την κυρία Μαρία άρχισαν να θυμούνται και σαν να γέμισε δάκρυα το αυγουστιάτικο φεγγάρι της Τήνου.

**************************

Στη φωτογραφία όταν το Παγκράτι είχε ακόμα χωματόδρομους και ο υπογράφον φορούσε ακόμα κοντά παντελονάκια!!!

**************************

Την ιστορία την αφιερώνω στη Δάφνη φυσικά, στην Ντίνα και τον Γιάννη, ίσως κάποια μέρα που τα δάκρυα θα σταματήσουν να μου θολώνουν τα μάτια ίσως να συνεχίσω!




Ovi

Ετικέτες


Permalink για το "Η γιαγιά"

28.3.07

«Ευχαριστώ που μου ανοίξατε...»

Μου χτύπησε το κουδούνι. Στην αρχή, όπως αυτοί που μοιράζουν φυλλάδια για ντελίβερι και ακούγονται όλα τα κουδούνια της πολυκατοικίας, με λίγα δευτερόλεπτα καθυστέρηση το ένα από το άλλο. Με μια διαφορά. Δεν ακούστηκε άλλο κουδούνι. Μόνο το δικό μου. Ξαναχτύπησε. Πιο δειλά αυτή τη φορά. Και συνέχισε επίμονα.
Εγώ καθόμουν ακίνητος. Αποσβολωμένος από την ένταση του ήχου. Ώσπου το νευρικό μου σύστημα ξύπνησε και έτρεξα και ούρλιαξα, «Ναι; Ποιος είναι;»
Δεν αποκρίθηκε κανείς. Μετά από μερικά βράδια, πάλι το ίδιο σκηνικό. Και ύστερα, είχα κάθε βράδυ τα ίδια. Εγώ μέσα στη μαύρη νύχτα να φωνάζω στο θυροτηλέφωνο, έξω στον κόσμο, στο κενό, ποιος είναι.
Αποφάσισα να τη στήσω απέξω από το σπίτι για να δω ποιος παίζει με την ησυχία μου. Περίμενα όλη τη νύχτα μέσα στο αυτοκίνητό μου, παρκαρισμένος έξω από την πόρτα, αλλά δεν ήρθε κανείς. Ο απρόσκλητος «φιλοξενούμενος» του θυροτηλεφώνου μου δεν φάνηκε πουθενά. Ανησύχησα, μήπως έπαθε τίποτα. Το επόμενο βράδυ έμεινα μέσα να τον περιμένω.
Και ξαναχτύπησε. Αυτή τη φορά δεν ρώτησα τίποτα, δεν μίλησα. Μόνο πάτησα το κουμπάκι να ακούσω. Μια φωνή βαθιά από τα έγκατα του νυχτερινού κόσμου μου είπε: «Ευχαριστώ που μου ανοίξατε. Ευχαριστώ που μου ανοίγετε κάθε βράδυ. Δεν έχω κλειδιά. Ούτε σπίτι άλλο από σας. Από τον εαυτό και τη φωνή σας. Είμαι εσείς. Να με ακούτε προσεκτικά κι ευγενικά. Να μ’ αγαπάτε. Ο φιλοξενούμενος εαυτός σας.»


Σταυρούλα Σκαλίδη

Ετικέτες


Permalink για το "«Ευχαριστώ που μου ανοίξατε...»"

26.3.07

Ταξί ...

Ήταν ένα χειμωνιάτικο βραδάκι. Ο δρόμος σκέτη φρίκη. Έβρεχε πριν δυο τρεις ώρες και η βροχή είχε αφήσει γλίτσα και βρωμόνερα πίσω της. Πάντα μου την έσπαγε να οδηγώ σε γλιστερό δρόμο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχε και μια διαολεμένη κίνηση: κατέβαινα την Πανεπιστημίου σημειωτόν και περίμενα γύρω στα τρία ανάμματα για το κάθε φανάρι.

Δούλευα απ’ το πρωί κι έλεγα να σταματήσω. Ευτυχώς το ταξί είναι δικό μου κι ό, τι ώρα θέλω το κλείνω. Άφησα έναν πελάτη και κατέβασα το «ελεύθερον» για να μην με σταματήσει κανείς. Μπήκα Γ’ Σεπτεμβρίου κι έκανα στάση στο περίπτερο για να πάρω τσιγάρα. Καθώς επέστρεφα στο ταξί, ένας τύπος με ρώτησε αν πηγαίνω προς Πατήσια. Στον δρόμο μου ήτανε. Του’ πα να μπει μέσα.

«Δεν είναι για μένα, για τα παιδιά είναι», είπε και μου’ δειξε ένα ζευγάρι που περίμενε λίγο πιο πίσω.

«Έστω», είπα τσαντισμένα. «Πες τους να μπούνε».

Δεν τους πολυπρόσεξα γιατί ήμουν απορροφημένος με το άναμμα του τσιγάρου μου. Άκουσα την πόρτα να κλείνει και ξεκίνησα.

Η Γ’ Σεπτεμβρίου ήταν κι αυτή πήχτρα. Προμηνυόταν καθυστέρηση κι έτσι άνοιξα λίγο το ράδιο. Έψαξα τους σταθμούς για λίγο -όχι πως ήλπιζα να βρω τίποτα της προκοπής- κι ύστερα έβαλα μια κασσέτα που την είχα γράψει ο ίδιος σ’ ένα κεντράκι. Ακουγότανε χάλια αλλά είχε πολύ πρώτα κομμάτια, γι’ αυτό δυνάμωσα τον ήχο όσο έπαιρνε.

«Στα κομμάτια η κίνηση», είπα στους επιβάτες. «Αν δεν το διασκεδάσουμε και λίγο, θα μας φανεί αιώνας μέχρι να φτάσουμε. Πού ακριβώς πάτε;»

Μου αποκρίθηκε ο νεαρός, αλλά μιλούσε σιγά και με τη βαβούρα της μουσικής δεν κατάλαβα τίποτα. Χαμήλωσα λίγο τον ήχο και ξαναρώτησα κοιτώντας τον απ’ τον καθρέφτη. Μου’ δωσε μια διεύθυνση στα Πατήσια, αλλά με νευρίασε γιατί καθώς μου μιλούσε φαινόταν να κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο.

«Όταν φτάσουμε, μου δείχνεις ακριβώς», είπα γιατί δεν ήξερα τον συγκεκριμένο δρόμο.

Δεν πήρα απάντηση, πράγμα που θεώρησα αγένεια, αλλά δεν μίλησα. Δυνάμωσα πάλι το ράδιο. Αλλά ο τύπος μου’ χε κόψει το κέφι. Τον λοξοκοίταξα απ’ τον καθρέφτη. Ήταν ίσαμε εικοσιπέντε, με δεμένο σώμα και κοντά μαύρα κατσαρά μαλλιά. Φορούσε μια πλεκτή μπλούζα που άφηνε να ξεχωρίζει ο γιακάς ενός άσπρου πουκαμίσου. Γενικά φαινόταν πολύ καλόπαιδο πράγμα που μ’ εκνεύρισε ακόμα περισσότερο, γιατί από πάντα είχα την εντύπωση ότι όλοι αυτοί οι τύποι ήτανε λελέδες, που σπούδαζαν στην καμπούρα του πατέρα τους και δεν ήξεραν να βρουν ούτε στο λεξικό τις λέξεις φτώχεια και μιζέρια.

Εγώ δούλευα απ’ τα δώδεκα…

Έπειτα, άρχισα να κοιτάω την κοπέλα. Γλυκό κοριτσάκι, καστανομάλλικο, αλλά σεμνό και μαζεμένο. Ο τύπος της κρατούσε το χέρι. Τη λυπήθηκα μ’ αυτόν τον ξενέρωτο.

Εντωμεταξύ, είχα καπνίσει το πρώτο τσιγάρο κι άναψα δεύτερο. Το μάτι μου πήρε στον καθρέφτη τον μαμόθρεφτο να κάνει μια κίνηση να διώξει τον καπνό και χαμογέλασα μ’ ικανοποίηση. Ε

Με τα πολλά βγήκαμε Πατησίων, περάσαμε Πλατεία Αμερικής και πλησιάζαμε Κολιάτσου. Έστριψα αριστερά, μετά από κανά δυο στενά δεξιά, και πάλι αριστερά προς τα κει που υπολόγιζα ότι ήταν η οδός που μου’ χαν ζητήσει.

«Από πού πάω τώρα;»

«Είμαστε κοντά στον ηλεκτρικό;» ρώτησε ο νεαρός.

«Μα καλά ρε φίλε, δεν βλέπεις στο βάθος του δρόμου τα κάγκελα; Στραβός είσαι;»

«Στο προτελευταίο στενό», είπε ο τύπος σφιγμένα.

Έστριψα αριστερά. «Πού ακριβώς;»

«Στο 146»

Σταμάτησα λίγο πιο κάτω, γιατί δεν βρήκα μέρος να παρκάρω ακριβώς έξω από το νούμερο που θέλανε, δυο βήματα δηλαδή. Αστείο πράγμα. Περίμενα. Δεν φαινόντουσαν αποφασισμένοι να βγουν.

«Ε, ρε που έμπλεξα», σκέφτηκα.

«Μήπως θα μπορούσατε να βοηθήσετε την κοπέλα να πάει μέχρι το σπίτι της;», ρώτησε τέλος ο νεαρός.

Μάγκα μου, τα’ χασα!

Γύρισα και τους κοίταξα καλά. Θεέ μου τι γκάφα! Ήτανε τυφλοί. Κι οι δυο τους.

Κατάπια τη γλώσσα μου και βγήκα κι άνοιξα την πόρτα στην κοπέλα. Την πήγα μέχρι το σπίτι της κι ύστερα γύρισα στο ταξί. Εκείνη καθώς έφευγε, γύρισε προς τον νεαρό λυπημένα. Του’ δωσε ένα βιαστικό φιλί και βγήκε.

Όταν ξαναμπήκα στ’ αμάξι, βρήκα τον τύπο με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια του.

«Τι βόδι που είμαι», σκέφτηκα. «Το έκανα χάλια το παιδί με τις χοντράδες μου.»

«Φίλε», του’ πα, «συγνώμη, δεν ήξερα πως…δηλαδή δεν σας πρόσεξα….θέλω να πω…»

«Εντάξει», μου’ πε αυτός καθησυχαστικά, χωρίς να βγάλει τα χέρια απ’ το πρόσωπο. «Λίγο πιο κάτω πάω, δεν πιστεύω να σου κάνει κόπο.»

«Αστειεύεσαι;» είπα με μεταμελημένη προθυμία. Καθόμουνα σ’ αναμμένα καρφιά. Τον τύπο τον είχα θάψει μέσα μου πριν λίγη ώρα και τώρα μου φαινόταν το πιο αξιολύπητο πλάσμα στον κόσμο. Σκέψου ρε, εικοσιπέντε χρονώ να μην βλέπεις ούτε δυο εκατοστά από τη μύτη σου. Ντιπ σκοτάδι.

Είχα γίνει αλοιφή. Κι ο τύπος έδειχνε να’ χει τα χάλια του επίσης. Κάποια στιγμή μου φάνηκε πως σιγόκλαιγε. Προσπάθησα να του πιάσω κουβέντα για να τον καλμάρω, γιατί νόμιζα ότι είχε πειραχτεί απ’ τον τρόπο που του είχα μιλήσει.

«Αρραβωνιάρα σου η κοπέλα;»τον ρώτησα.

Αναστέναξε.

Μάγκα μου, δεν έχω ακούσει πολλούς άνδρες ν’ αναστενάζουν με τόσο πόνο.

«Όχι», είπε. «Απλώς, κοπέλα μου».

«Τα πάτε καλά;», συνέχισα ακάθεκτος ο ηλίθιος.

«Σήμερα μου’ πε ότι δεν θα ξαναειδωθούμε».

Δαγκώθηκα τόσο που μάτωσα το χείλι μου. Λες κι είχα βαλθεί να τον πληγώνω.

«Ήθελες να την παντρευτείς;», ρώτησα αδιάκριτα αλλά καλοπροαίρετα.

«Πολύ θα ήθελα...κι εκείνη το θέλει, αλλά....»φάνηκε να κομπιάζει. «Αλλά οι γονείς της δεν με θέλουν».

Άρχισα να νιώθω εντελώς στενόχωρα. Του είχα μιλήσει άσχημα πριν, τον είχα προσβάλλει, αλλά δεν το’ κανα από κακή πρόθεση. Χρόνια στο τιμόνι, με υποχρεώσεις, παιδιά, γυναίκα, κίνηση κάθε μέρα στους δρόμους, σε σκληραίνει η ζωή. Είχα γνωρίσει κι εγώ πόνο όμως και καταλάβαινα.

Ήθελα να τον ρωτήσω «γιατί;», αλλά δίστασα.

«Δεν με θέλουν γιατί είμαι τυφλός», είπε ο νεαρός σαν να διάβασε τη σκέψη μου κι η φωνή του έσταζε πίκρα και θυμό.

Το αμάξι σταμάτησε σε ένα σκοτεινό στενό. Ο νεαρός πλήρωσε κι έφυγε. Έμεινα να τον κοιτάζω για λίγο, εν μέρει για να δω αν χρειαζόταν βοήθεια κι εν μέρει γιατί τον είχα συμπαθήσει και τον λυπόμουνα. Γρήγορα χάθηκε στην είσοδο ενός τριώροφου. Έβαλα μπρος τ’ αμάξι κι έφυγα.

Νυχτερινή Αθήνα, Σάββατο βράδυ. Δρόμοι γεμάτοι αυτοκίνητα μ’ ανθρώπους, ανθρώπους πολύχρωμους ή γκρίζους, βιαστικούς, εύθυμους, ξέγνοιαστους ή θλιμμένους. Φώτα, διαβάσεις, κλάξον, τροχονόμοι, επικίνδυνα δίκυκλα, άγρια ζωή του μέταλλου που βρυχάται και καταπίνει σιγά- σιγά τις σκέψεις, το ενδιαφέρον.

Το ταξί βούλιαξε μέσα της κι οι σκέψεις του ταξιτζή μαζί. Μόνο για λίγη ώρα στο μυαλό του ακουγόταν ο αντίλαλος της τελευταίας: «Τυφλοί!»

Χαρτοπόντικας

Ετικέτες


Permalink για το "Ταξί ..."

24.3.07

Η ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ακολουθώντας το στενό περιφραγμένο μονοπάτι
Συνάντησαν οι αναχωρητές τη θ ά λ α σ σ α
Κι ήταν η θάλασσα αφύσικη κοκκαλωμένος τόπος
Στιγμιότυπο του Αδύνατου σαν σε φωτογραφία
Κι ήτανε μεσημέρι μα ο ήλιος δεν υπήρχε
Μα ούτ' ο ουρανός και ο ορίζοντας ούτε
Μοναχά τ'ασάλευτα νερά τα κόκκαλα νερά
Κι η αίσθηση του παντεπόπτη του φανερωμένου
Του από παληά κινούμενου δια των αιώνων Οφθαλμού
Που η κόρη του μετάλλαζε στο Χρόνο
Ιριδισμοί και αποχρώσεις χρώματα της Ιστορίας
Του Οφθαλμού που ενώ γινόταν έ β λ ε π ε
Του Κόσμου που καθ'όσον έβλεπε γ ι ν ό τ α ν
Και οι αναχωρητές πιστέψαν πως το Όραμα
Δεν ήταν τίποτ' άλλο απ'το Παναίσθημα
Με το οποίο χρόνια ολόκληρα προσπάθησαν
Να έλθουν σ'επαφή κι ευθύς γονάτισαν
Για να προσευχηθούν στο Χρόνο
O που τους κόπους και τις περιπέτειές τους
Ήλθε η ώρα ν'ανταμείψει εμφανιζόμενος :

«Ω στιγμές ω ιερές στιγμές της καταξίωσης
Κάστρα που φανερώνετε τα μυστικά της μούχλας!
Σ'αυτή την εσχατιά του Κόσμου
Παύσατε πια κραυγές και οιμωγές της Ιστορίας!
Και σεις πολεμιστές σωπάστε! Το Αίμα
Το χυμένο Αίμα εδώ απέκτησε φωνή αρχάγγελου
Παληοί μας φίλοι αναστημένοι στα ραγίσματα του Χρόνου
Τίποτα πλέον τίποτα δεν μας χωρίζει
Μετρώντας αίματα συναντηθήκαμε ξανά!»

Έτσι μίλησαν εντός τους όλοι οι αναχωρητές
Ίδια κι απαράλλαχτα κι ας μη το ξέρανε
Αλλ΄ αίφνης τα νερά βρυχήθηκαν σα ζωντανά
Κι όπως στο πρώτο σήμα της Καταστροφής
Δεν συνηθίζει ο άνθρωπος να δίνει σημασία
Μην και τυχόν χαλάσει το γλυκόνειρο του ύπνου της ζωής
Έτσι και οι αναχωρητές αδιαφορήσαν όλοι
Το ρίγος μόνο νοιώθοντας και τη μεγάλη δόξα
Τη που το Χρόνο μεταμόρφωσε σ'αιώνια αγάπη·
Αλλά ξανά ο βρυχηθμός ακούστηκε πιο ισχυρός
Κι όπως καταγκρεμίζονται τα κτίρια στους σεισμούς
Έτσι ακούστηκε κι ο ήχος τούτης της εικόνας
Κι η θάλασσ' άνοιξε σαν δέρματα που σκάνε
Κι από τα βλάσφημα αυλάκια πρόβαλαν
Με ήχους απαράδεκτους κι απαίσιους τσιριγμούς
Πλοκάμια και ψευδόποδες μαστιγοφόρες ύλες
Που'λεγες ότι ποτέ ποτέ δεν θα'πρεπε να υπάρξουν!
Και οι αναχωρητές τρομάξαν κι η καρδιά τους νύχτωσε
Ότι το Πλάσμα εκινείτο ήδη εναντίον τους·
Εκεί λοιπόν που αγγίξαν το Παναίσθημα
Εκεί ατάκτως υποχώρησαν ατάκτως εγκατέλειψαν
Και οπισθογυρίζοντας εδοκιμάσαν έκπληξη μεγάλη
Γιατ' είδανε το μονοπάτι δίχως περιφράξεις πια
Και βουβαθήκαν σαν τον θάνατο
Ότι ενόμισαν πως κάθε κακοήθεια θα'ταν τώρα
Δυνατή να εισέλθει μες στο δρόμο του Θεού
Όπως άλλωστε ήδη γινόταν·
Ο Άκρος ο αναχωρητής εδήλωσε με θράσος
Πως θα μεταπηδούσε πέραν του μονοπατιού
Εφ'όσον φράχτες πια δεν υπήρχαν!
Και οι άλλοι καταλάβανε ότι τα λόγια αυτά
Αναμφιβόλως ήτανε το σήμα του μελλούμενου Πυρός
Και δίχως δισταγμό σκοτώσανε τον Άκρο
Χτυπώντας και χτυπώντας σπάζοντάς τον
Σαν κάβουρες που διαμελίζουν κάβουρα
Όταν σημάνει η πλέον σκοτεινή της Φύσης ώρα
Όμως κανείς εκείνη τη στιγμή δεν θα'ταν δυνατό
Να φανταστεί το Θαύμα που μετά τον φόνο
Θ' ακολουθούσε σπέρνοντας τον πανικό :
Τα μέλη λιώσανε του Άκρου τ'αναχωρητή ταχέως
Στη θέση τους αφήνοντας ένα γλοιώδες στόμιο
Που'χασκε ολοζώντανο σαν τη κακιά την ώρα
Κι οι αναχωρητές πιστεύσανε πως βλέπανε
Μια 'πό τις πύλες της Κολάσεως
Και κλαίγοντας εκλιπαρούσανε συγχώρεση
Και κάποιοι εξ αυτών κινούσαν έξαλλοι
Στα πέραν να μεταπηδήσουν του μονοπατιού
Εφ'όσον φράχτες πια δεν υπήρχαν!
Άνεμος τότε μυστικός ξεκίνησε
Από κρυφές υδρογειακές πηγές σα γίγαντας
Να πάει να συναντήσει τους αναχωρητές
Και τους συνάντησε· μέσα στη πιο φοβερή
Την πιο αβάσταχτη επικράτεια της αβεβαιότητας
Κι αυτοί εξέλαβαν το φύσημα τ'Ανέμου
Ως το Παναίσθημα· -λάθος βέβαια τραγικό-
Για το οποίο τόσο δρόμο είχανε διανύσει
Κι είχαν πάθει τόσα συνυπολογίζοντας βεβαίως
Και το βάρος του σπασμένου Άκρου·
Μα ο άνεμος δεν ήταν άνεμος και ήταν φως μ'αγκάθια
Και στράφηκε 'ναντίον τους με φονική βοή
Ωστόσο όλοι το δεχτήκαν με χαρά γιατί
Αν και φως μ'αγκάθια ήταν όμως φως!
Και παραμορφωμένοι άγρια 'πό την επίθεση
Του Αγίου Πνεύματος του Έσχατου
Ψέλνανε στο χώμα που 'τοιμάζοταν να τους δεχθεί
Στο χώμα που 'τοιμάζοταν να τους ξαναγεννήσει
Να τους ξαναγεννήσει! Πώς ; Με ποιά μορφή ;
Μια καινούργια απόπειρα επίκειται οπωσδήποτε
Καινούργια προσωπεία που κατασκευάζονται
Μες στα βουβά μηχανοστάσια του Αιώνα
Και ποια η κραυγή κι εκείνος ο λυγμός ο ποιος
Η φύσις του πελέκεως κι η σπάθη που
Τραντάζει απ'τον ύπνο του
Τον άνθρωπο εκείνο που ονειρεύεται τον κόσμο;

the return

Ετικέτες


Permalink για το "Η ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ"

23.3.07

Ένας Εβραίος στο τραπέζι μας



Hava Nagila.mp3

Εξαιτίας μια ατέλειας του ουρανίσκου και των μπροστινών δοντιών τραβούσε τα «νι» και τα «λι» της, με αποτέλεσμα οι λιγότερο ευφάνταστοι να τη θεωρούν Πατρινιά και οι πιο φαντασιόπληκτοι να την περνάνε Λαρισαία.
«Από πού είσαι;» τη ρωτούσαν όταν ξεκινούσε να μιλάει, κεντρισμένοι από τα μακρόσυρτα σύμφωνά της, σίγουροι ότι είχαν ξετρυπώσει το βλαχαδερό κάτω από τη μεταμφίεση της πρωτευουσιάνας.
Κι εκείνη, που έφερε βαρέως ότι τη νόμιζαν επαρχιώτισσα, και μάλιστα όχι επειδή πράγματι ήταν αλλά λόγω ενός σωματικού ελαττώματος, απαντούσε στενόχωρα, «Κατάγομαι από την Πελοπόννησο». Κι αμέσως μετά πρόσθετε με έμφαση, «Αλλά γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα».
Αφού πέρασαν μερικά χρόνια κι έπηξε λίγο το μυαλό της, χώνεψε πως δεν αποτελεί μειονέκτημα να είναι ένας άνθρωπος επαρχιώτης, πως ο τόπος όπου γεννήθηκε κάποιος και η προφορά του καμία σχέση δεν έχουν με το χαρακτήρα του. Το λέει και το τραγούδι: Σύνορα η μαλακία δε γνωρίζει. (Κι αν δεν το λέει, θα έπρεπε.)
Έτσι, αργότερα, όταν τα «νι» και τα «λι» της εκτροχιάζονταν κι ο κόσμος τη ρωτούσε από πού είναι, απαντούσε με τον ίδιο τρόπο –γιατί πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι: «Κατάγομαι από την Πελοπόννησο, αλλά γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα». Βέβαια δίχως φόβο και πάθος τώρα πια. Όμως, αν και είχε αφήσει πίσω της το όνειδος του επαρχιωτισμού, δεν ήταν αρκετά μεγάλη για να ξεπεράσει μια άλλη συστολή που είχε κι αυτή σχέση με την καταγωγή της, και η οποία τη βασάνιζε απ’ όταν ανακάλυψε τα καλοφυλαγμένα μυστικά του ανθρώπινου κορμιού –συγκεκριμένα του γυναικείου.
Ανάμεσα σ’ εκείνους που ενδιαφέρονταν να μάθουν από πού κρατούσε η σκούφια της, υπήρχαν κάμποσοι ταγμένοι να αποκαλύψουν πάσει θυσία τη Ρίζα των Σερνάμενων Νι-Λι.
«Από την Πελοπόννησο, ε;» έλεγαν συλλογισμένοι. «Από ποιο μέρος της Πελοποννήσου;» πρόσθεταν αιφνιδιαστικά, για να την πιάσουν στον ύπνο.
«Εεε… Από τα Καλάβρυτα», απαντούσε εκείνη επιφυλακτικά, γιατί πλέον προχωρούσε σε επικίνδυνο έδαφος.
«Μέσα από τα Καλάβρυτα;»
«Μμμ… Εεε… Όοοχι…»
«Αλλά;»
«Οι γονείς μου είναι από κάτι χωριά έξω από τα Καλάβρυτα».
«Από ποια χωριά;»
«Του μπαμπά δεν το ΄χει ούτε ο χάρτης».
«Έχω περάσει από τα μέρη σας, το ξέρω σίγουρα».
«Το Ταδεχώρι».
«Μπα! Δεν το ξέρω αυτό!»
Άμα σου μιλάνε…
«Και η μαμά σου; Από ποιο χωριό είναι;»
«Εεε… Ααα... Από τα Μαζέικα».
«Μαζέικα… Μαζέικα… Ούτε αυτό το ΄χω ακουστά».
Αν ήταν μόνη της, το θέμα έληγε ανώδυνα εκεί και αναστέναζε ανακουφισμένη. Αν όμως συνοδευόταν από τη Βασούλα, –την πάντοτε πιστή στο πνεύμα του λυσσασμένου ανταγωνισμού μεταξύ άσπονδων φιλενάδων–, η κολλητή της έλεγε με ύφος αδιάφορο και ανέμελο: «Πώς… Είναι κεφαλοχώρι, σίγουρα το ξέρετε. Αλλά μάλλον με το επίσημο όνομά του. Μα πες το στον άνθρωπο, να καταλάβει για ποιο χωριό μιλάς».
Τότε εκείνη κοκκίνιζε, ξεφυσούσε, χαμήλωνε το βλέμμα, ξεροκατάπινε και ψιθύριζε, «Κτκλτρρ…».
«Πώς το ΄πες αυτό;»
«Κτκλτρρ…» μουρμούριζε ξανά το κορίτσι.
«Μίλα πιο καθαρά, βρε παιδάκι μου, δε σε καταλαβαίνω».
«Κάτω... Κλειτορία...» ξεστόμιζε με το ζόρι, υποταγμένη στο αναπόφευκτο, βγάζοντας στη φόρα το ντροπιαστικό μυστικό. Και το όνομα του μητρικού χωριού ποτέ δεν αποτύγχανε –ακόμα και χωρίς το γράμμα που του ΄λειπε – να προκαλεί τις κοροϊδίες και τα πονηρά πειράγματα εκείνων που το άκουγαν, κάνοντάς τη να θέλει ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί.
«Εμ, πες το, ντε, ότι είσαι από την Κάτω Κλειτορίδα. Ποιος δεν την ξέρει αυτήν!»
Χρειάστηκε να μεγαλώσει κι άλλο μέχρι να καταλάβει ότι δεν ήταν και τόσο κακό να κατάγεται από ένα χωριό που θύμιζε το ευφρόσυνο σάρκινο γλωσσίδι ανάμεσα στα πόδια της. Η Κάτω Κλειτορία –όπως άλλωστε και το παραλίγο συνονόματό της στοιχείο της θηλυκής ανατομίας– με τα χρόνια έγινε πηγή χαράς, αφού πάνω της συσσωρεύτηκαν γλυκιές αναμνήσεις από αγαπημένα πρόσωπα και στιγμές.
Εκεί ήταν ο παππούς ο Αργύρης, που σκάλιζε με τη βέργα του χελωνάκια και κουρούνες πάνω στο χώμα, και που κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό όταν ο εγγονός του, ο Βασίλης, έκοψε μ’ ένα ψαλίδι τα κάτασπρα κεφαλάκια από τις μαργαρίτες του, αφήνοντας μόνο τα κοτσάνια. Εκεί το ραφείο του θείου του Γιώργη, με τις μυρωδιές από τα υφάσματα και τα σαπουνάκια ραπτικής, το λιακωτό με την κληματαριά και τις σφηκοπαγίδες, τα λευκά κουνέλια με τα κόκκινα μάτια. Εκεί το παλιό σχολείο πίσω από την εκκλησία, με τις λαμπερές ντάλιες που βούτηξε ο Αργύρης για να καλοπιάσει τη μάνα του ώστε να μην τον δείρει που 'χε λεκιάσει το κίτρινο μακό μπλουζάκι του με σκουριά από την τσουλήθρα. Εκεί το ποδήλατο με τα σπασμένα φρένα και την ξέφρενη, τρομαχτική πορεία που ανέκοψε το κοπάδι με τα πρόβατα. Εκεί οι μαυροντυμένες γριές -η Αλεξάνδρα, η Όλγα και η Αντιόπη- που κάθονταν στην αυλή με την πελώρια ορτανσία στο ξύλινο κρασοβάρελο και έπλεκαν σαν αφιονισμένες με τα βελονάκια τους, κόβοντας και ράβοντας τα άπλυτα του χωριού.
Εκεί και η Αλέκα, η αγαπημένη ξαδέρφη της, και το Πάσχα του Περιπλανώμενου Ιουδαίου, τότε που πήγαν στο καφενείο, να ξαφνιάσουν τον παππού τους για να του αποσπάσουν κάνα κατοστάρικο. Βρήκαν τους θαμώνες να προσπαθούν να συνεννοηθούν μ’ έναν αλητοτουρίστα, φορτωμένο με γυλιό που στην κορυφή του είχε στερεωμένη μια διπλωμένη κουβέρτα κι από όπου κρέμονταν ένα κατσαρόλι, ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, σακούλες, σακουλάκια, κι ένα ματσάκι ρίγανη.
«Είσαι μαλάκας;» τον ρωτούσαν χαμογελαστοί οι χωρικοί.
«Γιες, γιες, Αμέρικαν!» απαντούσε ο φιλικός ξένος.
«Πολύ μαλάκας, αμέρικαν;»
«Γιες, γιες!»
Ο παππούς, περήφανος που οι εγγόνες του ήξεραν αγγλικά, τις έσπρωξε μπροστά, να μιλήσουν στον ουρανοκατέβατο επισκέπτη.
Εκείνη τον κοίταξε, τον ξανακοίταξε, και αργά και καθαρά, με προφορά συνοικιακού φροντιστηρίου τρίτης διαλογής, του έκανε την πρώτη ερώτηση που της ήρθε στο μυαλό: «Αρ… γιου… φουντ;»
Ο γαλανομάτης κοκκινομάλλης με τη μεγάλη μύτη, τις φακίδες και το αραιό γενάκι την κοίταξε ταραγμένος, ζυγιάζοντας τις πιθανότητες να ήταν κανίβαλοι οι απατηλά καλοκάγαθοι ιθαγενείς. Τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα πως απλώς το κορίτσι ήταν ηλίθιο και χαμογέλασε με κατανόηση και συμπάθεια.
«Όχι φουντ, βρε βλίτο!» πετάχτηκε η Αλέκα. «Φουντ είναι η τροφή. Χάνγκρι λέμε. Αρ… γιου… χάνγκρι
Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει τα λόγια της, και ο ξενηστικωμένος τουρίστας άρπαξε την ευκαιρία από τα μαλλιά. «Χάνγκρι! Γιες! Γιες!» φώναξε με λαχτάρα.
«Πεινάει», αποφάνθηκαν οι δυο ξαδέρφες και, προς μεγάλη ανακούφιση του παππού τους που ήξερε ότι δεν είχαν πάει να τον βρουν για καλό στο καφενείο, έπιασαν τον αδέσποτο από το χέρι κι έφυγαν.
Κατά τη διαδρομή, με αγγλικά μι τάρζαν-γιου τζέιν κατάφεραν να μάθουν πως τον έλεγαν Τζόζεφ, ήταν αμερικανοεβραίος από τη Βοστόνη και σκόπευε να γυρίσει την Ευρώπη με οτοστόπ. Μια ματιά στο λιπόσαρκο, στενόμακρο πρόσωπο οσιομάρτυρα και τα καλαμοκανιά του τις έπεισαν πως μάλλον θ’ άφηνε τα κοκαλάκια του σε κάποια αχαϊκή ραχούλα. Η σίτισή του δεν ήταν πια απλώς θέμα φιλοξενίας, αλλά φλέγον ζήτημα ζωής και θανάτου.
Όταν έφτασαν στο σπίτι τον πάρκαραν στην ασβεστωμένη αυλή με τις μαντζουράνες και τους απήγανους κι έτρεξαν στις μανάδες τους για τις απαιτούμενες εξηγήσεις. Εκείνες, με τη σειρά τους, πήγαν να πάρουν την άδεια της γιαγιάς. Η κυρ' Αλεξάνδρα έδωσε τη συγκατάθεσή της, με τον όρο ότι ο επισκέπτης δε θα έτρωγε στη μεγάλη κουζίνα, αλλά στην καλή κάμαρη του σπιτιού «για να μη γίνουν ρεζίλι στον ξένον άνθρωπο».
Τα κορίτσια τον πέρασαν μέσα. Δεξιά, πάνω από το διπλό κρεβάτι της γιαγιάς και του παππού με την πλεκτή λευκή κουβέρτα, ήταν κρεμασμένη μια βελουτέ μπάντα με τον Αλή Πασά να κρατάει στο δεξί του χέρι ένα ναργιλέ και με το αριστερό να χαϊδεύει τα μαλλιά της κυρά-Φροσύνης, που τον κοιτούσε με βλέμμα λάγνο. Αριστερά, στην κόχη που σχημάτιζαν δυο ντουβάρια, βρισκόταν το εικονοστάσι. Ένα μεγάλο, γυάλινο κρεμαστό καντίλι έκαιγε μπροστά σε καμιά δεκαπενταριά αγίους και μια ανατριχιαστική απεικόνιση του Γολγοθά, με νεκροκεφαλές και φίδια να σέρνονται γύρω από το Σταυρό του Μαρτυρίου.
Ο Τζόζεφ δε φάνηκε να πτοείται από το φολκλορικό διάκοσμο, όμως κοίταξε καλά καλά τη γιαγιά που, αναντίρρητα, ήταν το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του δωματίου. Καθόταν στην πολυθρόνα της ντυμένη στα μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια –πάντα υπήρχε κάποιος πεθαμένος στο σόι–, με τη χοντρή πλεξούδα των μαλλιών της στερεωμένη με φουρκέτες σαν φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της, συγκρατημένη με ψιλό φιλέ. Η έκφρασή της ήταν λίγο πιο βλοσυρή από του Ναπολέοντα μετά την ήττα στο Βατερλό -είχε ζοχάδες επειδή ο παππούς έπαιζε κολτσίνα στο καφενείο μεγαλοβδομαδιάτικα.
Όταν είδε τον Τζόζεφ να την παρατηρεί, έγειρε μπροστά, στήριξε τα δυο της χέρια πάνω στη μαύρη μαγκούρα της και τον κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Καμία εκτίμηση δεν έτρεφε για τους λιανούς ανθρώπους, και ο επισκέπτης ήταν σαν το κεράκι της Λαμπρής. Άξαφνα, έστρεψε τη μαγκούρα της στο χαμηλό τραπέζι με τα σκαμνάκια μπροστά στο σβηστό τζάκι. «Θρονιάσου», διέταξε τόσο δεσποτικά ώστε ο Τζόζεφ τσακίστηκε ν' αφήσει κάτω τα συμπράγκαλά του και να υπακούσει δίχως να περιμένει τη μετάφραση της εντολής.
«Ξίκικος* είν' ο μαύρος», είπε η γιαγιά στην κόρη και τη νύφη της. «Φέρτε του να φάει. Ας είν' κι αρτύσιμο, ασθενής και οδοιπόρος αμαρτία ουκ έχει>». Έπειτα γύρισε στις εγγόνες της. «Πώς τόνε λένε;» ρώτησε.
«Τζόζεφ», απάντησε η Αλέκα.
«Τι όνομα είναι τούτο;» απόρησε η γιαγιά.
«Αμερικάνικο. Σημαίνει Ιωσήφ», πετάχτηκε η άλλη.
«Ααα...» έκανε η κυρ' Αλεξάνδρα, ευχαριστημένη που ο ξένος είχε το όνομα του άντρα της Παναγίας. «Χριστιανός είναι κι αυτός».
«Όχι, βρε γιαγιά, τι χριστιανός; Εβραίος είναι».
Τότε η γιαγιά τινάχτηκε από τη θέση της με ευλυγισία που θα ζήλευε και αίλουρος, αλυχτώντας ένα διαπεραστικό και παρατεταμένο ιιιιιιιιιιιιιι. «Οβριός! Ανάθεμα την πυτιά σας!» φώναξε, με βλέμμα που πετούσε σπίθες. «Μπάσατε Οβριό στο σπίτι μου λαμπριάτικα! Αυτοί σταυρώσανε το Χριστό!» είπε, δείχνοντας με τη μαγκούρα της τον Τζόζεφ, που με την ιαχή είχε ζαρώσει στο σκαμνάκι του.
«Ωχ, μωρέ γιαγιά, κι εσύ! Μήπως ο Τζόζεφ τον σταύρωσε; Άσε που κι ο Χριστός Εβραίος ήταν», είπε η Αλέκα.
«Άει χέσ’ τα πόδια σου, κακοχρονισμένο, που θα μου πεις πως ήταν Οβριός ο Χριστός. Πού τα ΄μαθες αυτά;»
«Στο σχολείο. Ήταν, σου λέω».
«Ήταν», σιγοντάρισε με ύφος προφέσορα η ξαδέρφη της.
Η γιαγιά κοίταξε τις εγγόνες της δύσπιστη, κοίταξε και τον επισκέπτη που είχε γουρλώσει τα μάτια, κι έδωσε τόπο στην οργή.
«Άντε, μέρες που είναι ας φάει κι ο Οβριός», είπε μ' επιείκεια και κάθησε στην πολυθρόνα της. «Ποιος να μου το ΄λεγε...» μουρμούρισε.
Έτσι ο Τζόζεφ ήπιε χωριάτικο κρασί κι έφαγε φακές με ρέγκα –μένοντας με την απορία για το είδος του ψαριού, αφού τα αγγλικά των δύο κοριτσιών δεν κατάφεραν να τον διαφωτίσουν–, μαρουλοσαλάτα, φρέσκο σπιτικό ψωμί και κόκκινα πασχαλινά αβγά. Τους κουραμπιέδες, που η γιαγιά έφτιαχνε σε όλες τις γιορτές κι όχι μόνο τα Χριστούγεννα, τους άφησε για το τέλος και τους κατέβασε με τη φέτα, προκαλώντας μουλωχτές γκριμάτσες αηδίας και κάποια πολύ προσβλητικά σχόλια για τους Οβριούς από την κυρ’ Αλεξάνδρα.
Λίγο προτού φύγει, ο Τζόζεφ θέλησε να ευχαριστήσει τη γιαγιά.
«Θενκ γιου βέρι ματς, γκράνμα. Γιου αρ σοοοο νάις…»
«Τον κακό σου τον καιρό!» είπε δύσθυμα εκείνη. «Δώστε του κουλούρια, κουραμπιέδες, ψωμί, τυρί κι αβγά να πάρει μαζί μην ψοφήσει πουθενά και το ΄χω κρίμα στο λαιμό μου», πρόσθεσε αμέσως μετά. «Κι αν θέλει να φάει κρέας να λιγδώσει λίγο τ΄ άντεράκι του, πείτε του να ξανάρθει ανήμερα το Πάσχα».
Τα κορίτσια πήραν τον Τζόζεφ να του δείξουν τα αξιοθέατα του χωριού και να τον γνωρίσουν στις φίλες τους, μεταξύ των οποίων ήταν και η Κασσιανή, μια μουστακαλού δεκαεξάχρονη με τροφαντά μαστάρια, τρία-τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή τους, που, όπως έλεγαν οι κακές οι γλώσσες, το πήγαινε το γράμμα.
Στο χωράφι με το ψηλό χορτάρι, τις δεντρομολόχες και τους μπάμπουρες που βούιζαν παλαβωμένοι από τη γλυκιά απριλιάτικη ζέστη, ο Τζόζεφ προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να τις διδάξει να χορεύουν το Άβα Ναγκίλα. Ωστόσο, όπως έμαθαν λίγες μέρες αργότερα, η σύσφιξη σχέσεων ιουδαϊκού και ελληνορθόδοξου πολιτισμού τελικά επιτεύχθηκε. Η Κασσιανή, υποκύπτοντας στις επίμονες πιέσεις τους, ομολόγησε ότι είχε μια πολύ ρομαντική, αν και σύντομη –περίπου εικοσάλεπτη– περιπέτεια με τον περιπλανώμενο Τζόζεφ. Επίσης, τους περιέγραψε με όλες τις λεπτομέρειες τι μούτρα έχει μια περιτετμημένη εβραϊκή τσουτσού.

*λειψός στο βάρος

Από την Κουρούνα

Για την Αλέκα

Η ιστορία του Hava Nagila

Ετικέτες


Permalink για το "Ένας Εβραίος στο τραπέζι μας"

22.3.07

In αλλαγή προγράμματος we trust

Η οθόνη έγραψε ιντερμίσσιον κι άναψαν τά φώτα, κάνοντάς με νά βάλω γρήγορα γρήγορα τά παπά καί νά κουμπώσω τήν περισκελίδα μου, προσέχοντας μή μέ δεί η μου εκλεκτή συντροφιά.

Εσκέφθην νά (τής) πώ κάτι – τί λένε σέ αυτές τίς περιστάσεις; όλοι τήν βλέπουν Δανίκες· κυρίως τήν στιγμή μετά από τό Le Fin όταν άπαντες έχουσιν σηκωθεί αποχωρούντες – αλλά είχα μιά ναρκίλα καί οι λέξεις μου δέν ήσαν λέξεις, ήσαν μιά πιότερο βύθισις είς τό βελουτέ κάθισμά μου.

- Θέλεις καμιά σουμαδίτσα;

Κάτι τέτοιο πρόλαβα ν’άκούσω, αλλά αυτιστικώ τώ τρόπω φερόμενος, τής γύρισα τήν πλάτη, σταυροποδιάστηκα καί καρφώθηκα δι’ενός ξεκούρδιστου βλέμματος, στό πράσινο σήμα “WC” μερικά μέτρα πιό κάτω.

Συνέλαβα κάποια υπόκωφα, γοβίδια βήματα πρός τό κυλικείον κατευθυνόμενα καί προσπάθησα νά φανταστώ αυτές τίς γόβες ψηλά, νά κυττάν τό ταβάνι σέ πόδια ανοικτά, τρανταζόμενες καί φοβούμενες, μοναδικό στοιχείο περιβολής τής εκλεκτής παρέας μου.

Από αυτές τίς βάλσαμο σκέψεις πού μού είχαν εναποθέσει τό κεφάλι λίγο δίπλα από φερμουάρ, μέ τράβηξαν κάποιες φωνές. Έξωθεν. Έντονες φωνές, εριδίγονες. Γύρισα πίσω, η πόρτα τής αιθούσης ήτο ανοικτή, διεκρίνετο η εισβολή 15 νεαρών οίτινες άρχισαν νά πετούν φέιγ βολάν. Όλα γίναν γρήγορα, πετάχτηκα εκεί, εξίσου γρήγορα φύγαν καί οι εισβολείς.

Γύρω, υπήρχε αυτή η βεβιασμένη ησυχία πού προηγείται τής ισχυράς αναταραχής. Ο κόσμος μεταξύ του, έκανε μιά τελευταία γύρα ανέκφραστων μορφασμών πρίν φωνές εκτοξεύσει. Έσκυψα, έπιασα ένα φυλλάδιο καί επέστρεψα στήν ημισκότεινη αίθουσα πρίν νά αρχίσουν οι εξαλλοσύνες. Ξαναχαλάρωσα τά παπά μου καί κύτταξα τό φυλλάδιο:

ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΑΦΑΝΕΙΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ – ΑΜΕΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥΣ!

Γύρισα σελίδα. Μπόλικες παράγραφοι:

ΧΟΛΥΓΟΥΝΤ – ΤΣΙΝΕΤΣΙΤΑ, ΙΔΙΑ ΕΙΝ’ΤΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ!

Άρχισα νά διαβάζω:

Επ’αφορμή τού «300»

Οι 300 τού Λεωνίδα.

Η φράση, παροιμιώδης. Δέν περίμενε βεβαίως, τό 2007 καί τόν αμερικανικό κινηματογράφο, τήν απονομή ενός καί μόνον αριθμού γιά τίτλο, ώστε νά βεβαιωθούμε γιά τήν σχεδόν ταύτιση αυτού μέ τό περιστατικό*1 τών Θερμοπυλών. Τό «300», τουλάχιστον τούς έλληνες, στίς Θερμοπύλες παραπέμπει. Δυόμισυ χιλιάδες παρά δεκατέσσερα χρόνια αυτός ο αριθμός, αυτόν τόν συνειρμό σέρνει.

Ναί αλλά...

Μόνο;

Αναπόφευκτα, αυτός πού απολαμβάνει τόν ήλιο καί τήν λαμπράδα του, δημιουργεί σκιά. Αλλά καί χωρίς σκιά δέν αντιληπτοποιείται τό φώς.

700 θεσπιείς. Δέν κουβαλούν από τήν ιντελεγκέτσια τής πόλεώς των, κάποιες βαριές κι ασήκωτες επιταγές γιά τό αδιανόητο τής υποχωρήσεως, ακόμη κι όταν δέν υπάρχη καμία μά καμία ελπίς. Δέν υφίστα(ν)ται ασφυκτική στρατοκρατία. Κι όμως αυτοί, ενώ έχει αλωθή η ανοπαία ατραπός, αράζουν μαζύ μέ τόν Λεωνίδα προσμένοντας τό τέλος. Τέλος τό οποίον ίσως καί νά είχαν υποψιασθή ότι δέν θά τούς έφερνε δάφνες γιά τήν στάσιν των. Η δόξα τών Θερμοπυλών έχει σταθή στήν Λακεδαίμονα, στούς 300 καί τόν Βασιλιά Λεωνίδα αρνουμένη πεισματικώς νά νεμηθή καί στίς Θεσπιές, στούς 700, τόν Δημόφιλο.

Μιά ιστορική αδικία πολύ έντονη.

Στήν αφάνεια οι εκλεκτοί.

Κι ο εκλεκτός.

Στήν αίθουσα συνεδριάσεων/εκδηλώσεων τού ΚΚΕ στόν Περισσό, ο εκάστοτε ομιλητής έχει μπροστά του, καί πίσω, άνω τών θεατών, μεγάλα πορτοκαλί γράμματα:

ΖΗΤΩ Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ, ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΣ, ΖΗΤΩ Ο ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟΣ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ.

Ποιός ξέρει; Ίσως νά μήν χωρούσε κι άλλο όνομα στήν ταμπέλα εκείνη αλλά παντού βλέπουμε τόν Ένγκελς απόντα από όλο αυτόν τόν θίασο. Ονομασίες κομματικών σχηματισμών, url στό ίντερνετ, βιβλιογραφίες στό τέλος τών βιβλίων, πομπώδεις παραδοχές, επιρροές σέ προσωπικές κοσμοθεωρίες... Καί βεβαίως αυτή καθ’εαυτή η ονομασία τού ρεύματος.

Υπάρχουν όμως πολλές μαρτυρίες οι οποίες υποκλίνονται πιότερο στόν Ένγκελς απ’όσο στόν Μάρξ. Ο Λένιν κάπου σημειώνει*2 τήν πρωτοπορία τού αφανούς γεννήτορα τού «Μαρξισμού» στήν εξαγωγή συμπερασμάτων γιά τήν κατάσταση τού λούμπεν προλεταριάτου, ενώ η αιτία γιά τήν επαφή τών δύο ήταν ένα άρθρο του Ε. πού εξεδώθη στα «Γαλλογερμανικά Χρονικά» καί έκανε μεγάλη εντύπωση στον Μ.. Ο Τέρρελ Κάρβερ μνημονεύει επίσης τήν καταλυτική συνεισφορά τού Ε. στήν εκλαϊκευση τών ιδεών τού «μαρξισμού», ενώ δέν πρέπει νά ξεχνάμε τήν συνεχή του εργασία η οποία συνεχίστηκε μετά από τόν θάνατο τού Μάρξ*3.

Συνεχής εργασία, μεθοδική.

Όπως μεθοδικός αναφέρεται ότι ήταν κι ο αδελφός τού Σέρλοκ Χόλμς, Μάικροφτ. Άγνωστος χαρακτήρας όμως. Στήν αρχή τού The Adventure of the Bruce-Partington Plans*4, ο ήρως τού σέρ Ντόυλ κατατοπίζει τόν Ουάτσον γιά τό ποιόν τού Μάικροφτ ο οποίος εν τώ μεταξύ, έχει ζητήσει τήν συνδρομή τού Σ. σέ κάτι. Τό λογύδριον τού Σέρλοκ σχετικά μέ τίς ικανότητες τού αδελφού του είναι χαρακτηριστικό. Καταλήγει δέ στό:

«Υπήρξαν φορές πού κι εγώ ο ίδιος απευθύνθηκα πρός τόν Μάικροφτ όταν ήθελα νά μού δώση κάποιες πληροφορίες. Σήμερα όμως; Τί νά τού συμβαίνη καί ζητάει τήν δική μου βοήθεια;»


Ο αξεπέραστος μαίτρ, ο λύσας κάθε δαιδαλώδες πρόβλημα σέ 4 νουβέλες καί 56 διηγήματα τονίζει μέ τρόπο έντονο τήν απορία του γιά τό ότι ο 7 έτη μεγαλύτερος αδελφός του, ζητά βοήθεια... Παρά ταύτα, μόνον μερικές αράδες αφιερωμένες καί ασήκωτη λήθη στόν πρωτοπόρο ενώ στόν υποδεέστερο, πηγή πλουτισμού γιά τόν δημιουργό του.

Τά παραδείγματα αυτά είναι ό,τι λιγότερο μπορεί νά επισημανθή στήν προσπάθεια αφύπνισης τών λαϊκών μαζών.

Η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, οι σχέσεις αδυσώπητης αντιπαράθεσης δημιουργούν συνθήκες αποπροσανατολισμού. Η μεγάλη ανισομετρία μεταξύ διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας καί η ανελαστική πολιτική στήν ανοχή τού ισοπεδωτικού αναπόφευκτα μοιράζει τίς αγορές χωρίς κάνενα ουμανιστικό κριτήριο. Η κοινωνία πού οραματίζεται κάθε προοδευτικός άνθρωπος βάσει αγωνιστικών προδιαγραφών χωρίς δυνάμεις καταστολής καί αντιδραστικές υποβόσκουσες διαθέσεις δέν πρέπει νά μάς δημιουργή

Η κρύα υφή τού κυτιδίου τής έψα κόλα (στό σβέρκο μου) μ’απέσπασε από αυτό τό ανιαρό κείμενο μέ τήν άκρως ενδιαφέρουσα όμως κατάληξη. Τό έντονο χρώμα (σχεδόν κροκί) τού σαμαλιού (σύκ) έφτιαχνε έναν ωραίο συνδυασμό μέ τό κατάμαυρο μπλουζάκι τής φερούσης αναψυκτικό καί κοκό. Αφού μ’ενημέρωσε ότι η σουμάδα είχε τελειώσει εστράφημεν στήν οθόνη, η αίθουσα έπαιρνε νά σκοτεινιάζη. Πού μυαλό όμως γιά ταινία, τό φυλλαδιάκι με είχε αναστατώσει. Έφερνα καί ξανάφερνα στόν νού μου τήν φράση όξυνση τών ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, είχα κι εγώ μιάν όξυνση 1,5 εκατοστό νοτίως τού φερμουάρ τού παντελονιού μου ήτις στήν θύμηση τού «όξυνση τών ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών» δέν έλεγε νά καταλαγιάση – αντιθέτως! Θέριευε ασταμάτητα, ήταν κι αυτό τό σάμαλι πού μέ λίγωνε… Άνοιξα τό φυλλάδιο, τό ξεδίπλωσα, τό ξάπλωσα εκεί χαμηλά, έπιασα τό χέρι τής καλής μου, τό χάιδεψα, είδα ένα χαμόγελο επιδοκιμασίας καί ευαρεσκείας σέ πρόσωπο πού αρνείτο νά διακόψη τήν ταινιοπαρακολούθηση, κυττούσε μπροστά. Βυθίστηκα κι άλλο στό κάθισμα, κουβάλησα τό χέρι της σέ μένα, στήν ίδια περιοχή μέ αυτήν πού προφύλαττε πού κάλυπτε πλέον τό φυλλάδιον, ήθελα νά μοιραστώ τίς γνώσεις πού είχα προσεταιρισθή πρό ολίγου. Η χείρ της ήτο φιλομαθής. Μπήκε γρήγορα στό νόημα καί είδα νά μήν έχη πρόβλημα στήν παράδοση. Ανέλαβε η ίδια τήν ανάλυση τών καινοφανών ιδεών διά τού ρητού επανάληψις μήτηρ μαθήσεως · ναί σέ ρυθμόν υπαγορεύσεως η συνεχής κι επαναλαμβανομένη κίνησις πάνω στήν μέ επιρροές τού όξυνση τών ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ανατομία μου. Κι όταν στήν μεγάλη οθόνη φάνηκε ο Λεωνίδας νά λέη ότι απόψε θά γευματίσωμε στού κάτω κόσμου τίς τραπεζαρίες, εξέλαβα τούτο ώς παρασύνθημα. Ταχέως απέλασα τό πολυπράγμον χέρι, τάχιστα τακτοποίησα τό σώβρακο, σφαλιαρίζοντας τό μόριό μου μπάς καί μινιμαλίσει ολίγον τι. Ηγέρθην, εκινήθην κι εστάθην στόν διάδρομον. Κάργα αγενώς φώναξα καλύπτοντας τίς από τήν οθόνη πολεμικές ιαχές, πρός τήν παρέα μου:

- Γιά κάμ! Μέ έχει κατακυριεύσει μιά έκ καθέδρας διάθεση νά μεταδώσω σοφίες! Δέν θά είναι κρίμα νά αφήσουμε αμέτοχο τής τρικυμίας πληροφοριών, τό αλμυρό σου σημείο;

Κι άκουσα πάλι τόν οικείον θόρυβον γόβας, προοικονομία συριανού λουκουμιού.


*1 πώς θά χαρακτήριζε αλήθεια,ο συρφετός τών συγγραφέων τού βιβλίου τής 6ης δημ. τήν έν λόγω ρουμελιώτικη μάχη;

*2 Απόφευγμα αυτής της περιόδου ήταν η μπροσούρα με τίτλο Κατάσταση της εργατικής τάξης της Αγγλίας για την οποία ο Λένιν είχε γράψει "Πρώτος ο Ένγκελς είπε ότι το προλεταριάτο δεν είναι μόνο μια τάξη που υποφέρει, ότι ίσα -ίσα η επαίσχυντη οικονομική κατάσταση του προλεταριάτου το σπρώχνει ακατάσχετα προς τα μπρος και το αναγκάζει να παλεύει για την τελική του απελευθέρωση. Και το αγωνιζόμενο προλεταριάτο θα βοηθήσει μόνο του τον εαυτό του...".

*3 Μάρξ 1818 - 1883 Ένγκελς 1820 - 1895

*4 Στήν σειρά Η Τελευταία Υπόκλισις.



Vangelakas

Ετικέτες


Permalink για το "In αλλαγή προγράμματος we trust"

20.3.07

ΤΟ ΞΟΡΚΙ ΤΗΣ ΠΡΕΣΑΣ

Είναι αρχές Δεκέμβρη, έχω μόλις χωρίσει, είμαι άνεργη, και σ’ ένα μήνα γίνομαι σαράντα. Γυρνάω σπίτι μετά από ένα ακόμα επεισοδιακό, κυριακάτικο, οικογενειακό γεύμα, όπου φυσικά το κεντρικό θέμα του τραπεζιού ήταν η αφεντιά μου και το χάλι της. Ονειρεύομαι μόνο το κρεβάτι και το παπλωματάκι μου. Να χωθώ, να κουκουλωθώ και να τα ξεχάσω όλα.

Η απόσταση από το πατρικό στο σπίτι μου είναι-δεν είναι δέκα λεπτά με τα πόδια. Περπατάω γρήγορα αλλά μου είναι αδύνατο να προχωρήσω σε μιάν ευθεία. Αλλάζω συνέχεια πεζοδρόμιο και κάνω σλάλομ ανάμεσα από σκάμματα, μηχανάκια, σκουπίδια, πατημένα σκατά σκύλων και αμάξια-οδοφράγματα.
.
Στο δρόμο μόνο ξένοι. Μαύροι, κούρδοι, αλβανοί, ρουμάνοι. Ξενιτεμένη κι εγώ στην ίδια μου τη γειτονιά. Σα να με κοιτάνε όλοι με μισό μάτι, μια παρείσακτη στη δικιά τους πόλη. Στρίβοντας στον πεζόδρομο του σπιτιού μου αποφεύγω στο φτερό την ιπτάμενη μπάλα που σκαει με δύναμη στο αμάξι που κλείνει την είσοδό του.

«Γαμώ την τρέλα μου γαμώ, πόσες φορές έχουμε πει ότι εδώ δεν είναι γήπεδο ρε κωλόπαιδα;» βρυχώμαι πιάνοντας στον αέρα τη μπάλα που κάνει γκελ αφού άφησε μια καθόλου ευκαταφρόνητη γούβα στο καπό του παράνομα παρκαρισμένου αμαξιού.
«Φέρε μου εδώ τη μπάλα, θα τους εξηγήσω εγώ, τώρα» πλησιάζει ο φίλος μου ο Μάικ από τη μονοκατοικία απέναντι, κραδαίνοντας ένα κουζινομάχαιρο.
Τα «κωλόπαιδα» άφωνα κοιτάνε μια εκείνον μια εμένα.
«Τους είχα προειδοποιήσει αγάπη μου, την επόμενη φορά που θα επαναληφθεί, η μπάλα κατάσχεται και εκτελείται έπ’αυτοφόρω. Έχω πιο σοβαρούς λόγους για να με πάνε δεμένο στου Σινούρη!» ορμάει ο Μάικ και πριν προλάβω ν’ αντιδράσω ακούγεται το σκάσιμο της μπάλας συνοδευμένο από τις θρηνητικές ιαχές των μούλτι-εθνικ πιτσιρικάδων.
«Μάικ αυτό με ξεπερνάει, βγάλτα πέρα μόνος σου, δε μπορώ. Πάω να ξαπλώσω. Χάλια τα νεύρα μου, χάλια» μουρμουράω ξέπνοα και προχωράω προς την είσοδο του σπιτιού μου, αφήνοντάς τον περικυκλωμένο από τους αλαλάζοντες λιλιπούτειους εχθρούς μας.

Τα σκαλιά είναι γεμάτα γαριδάκια και πατημένα τσιπς, παρέα με το περιτύλιγμά τους σε μορφή κομφετί. Καθώς προσπαθώ να κάνω λίγο χώρο να πατήσω για να γυρίσω το κλειδί της εξώπορτας που έχει σφηνώσει, η πόρτα ανοίγει έξαφνα παρασέρνοντάς με προς τα μέσα. Γλιστράω στα υπολείμματα απ΄ τα πατατάκια και προσγειώνομαι φαρδιά-πλατιά μπροστά στον ημίτρελο, ογδοντακοντούτη ιδιοκτήτη του 2ου που με κοιτάει αποσβολωμένος.
«Είστε καλά δεσποινίς Άννα;» με ρωτάει με το μελείχιο, ψυχανώμαλο ύφος του χωρίς να κουνηθεί ρούπι από τη θέση του. Και την ώρα που σηκώνομαι παραζαλισμένη προσθέτει, όπως πάντα αθώα, τη φαρμακερή μπηχτή του «Θα αναγκαστώ να σας επιστήσω δια μίαν ακόμη φοράν την προσοχή σας στην ορθή χρήση της θυρός του ανελκυστήρος. Παρακαλώ όπως ενημερώνετε τους επισκέπτας σας δια την ιδιομορφίαν της καθότι μένει ημιανοικτή μόνον στον όροφό σας και γνωρίζετε πως...»
«Να αλλάξετε τις πόρτες στο γκαντεμοασανσέρ σας λοιπόν και να πάψετε να χώνετε τη μύτη σας στο ποιος μπαινοβγαίνει σπίτι μου» σφυρίζω σα θανατηφόρα οχιά μέσα απ’ τα δόντια μου και ορμώντας μ’ ένα σάλτο στο πλατύσκαλο, μπουκάρω σφαίρα στο ασανσέρ.

Φτάνω στον 3ο και οι φόβοι μου επιβεβαιώνονται. Με υποδέχεται η γνωστή, κολλώδης αιθαλομίχλη από τα σάπια (sic) τηγανητά ψάρια που αποτελούν την αγαπημένη σπεσιαλιτέ των μαύρων του ισογείου τις Κυριακές και σχόλες και η οποία έχει τη μαγική ιδιότητα να συγχρωτίζεται στους πάνω ορόφους του κτιρίου. Ξεκλειδώνω αστραπιαία την πόρτα και μπαίνω σπίτι σαν κυνηγημένη.
Βγάζω μπουφάν και μπότες, η γάτα μου με βλέπει κι αλλάζει δρόμο, περνάω απ’ το μπάνιο και πλένω τα χέρια μου. Ούτε λόγος για νήμα και βουρτσάκι κι ας μου πέσουν όλα μου τα δόντια, όπως με απειλεί ο Νίκος.

Ανοίγω την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Είχα αφήσει τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή για ν’ αεριστεί το δωμάτιο και μια ανέλπιστη φρεσκάδα κυριαρχεί. Πετάω τα ρούχα στην πολυθρόνα κι επιτέλους πραγματοποιώ το πολυπόθητο μακροβούτι στο κρεβάτι και τυλίγομαι στο αγαπημένο μου πάπλωμα από την κορφή μέχρι τα νύχια.
Τι ευδαιμονία είναι αυτή!
Κλείνω τα μάτια και κάνω βαθιές εισπνοές-εκπνοές προσπαθώντας να διώξω όλες τις πρόσφατες εφιαλτικές στιγμές και όσες μαύρες σκέψεις με στοιχειώνουν. Ξου η ζούγκλα της Αθήνας, ξου οι γιορτές, ξού οι κάρτες που χρωστάω κι ο λογαριασμός στην τράπεζα που πιάνει πάτο, ξου κι ο Τάκης που μου’ κανε 3 χρόνια μαύρη τη ζωή. Ξου, ξου, ξου... ξου...

...Είμαι δίπλα σε μια λίμνη, μόλις έχει βρέξει, όλα μοσχομυρίζουν κι έχει βγάλει ήλιο. Κάθομαι σ’ έναν κήπο γεμάτο λουλούδια και δένδρα, με τραπέζια και καρέκλες κάτω από ένα υπόστεγο... είναι σπίτι ή μαγαζί; Τα πουλιά κελαηδάνε, έντομα ζουζουνίζουν, τι ήρεμα, τι όμορφα που είναι! Κάποιον μάλλον περιμένω και πίνω τσάι με γάλα και ζάχαρη και μυρωδικά σαν αυτό που έπινα στην Ινδία αλλά δεν είμαι στην Ινδία... Που είμαι; Κάτι σα να ακούγεται στο βάθος. Ένας ήχος... ρυθμικός; Έχει μύλο κάπου εδώ κοντά, ένας μεταλλικός περιοδικός ήχος... Μα τι είναι; ...Πλησιάζει;

Ανοίγω τα μάτια. Είμαι στο κρεβάτι μου κι από κάπου ακούγεται ένας γαμημένος, επαναλαμβανόμενος ήχος που εισέβαλε και μου διέλυσε το υπέροχο όνειρο. Ανακάθομαι. Έχει νυχτώσει. Το ρολόι δείχνει 17.10. Παίρνω ένα βιβλίο που έχω αρχίσει εδώ και δυο μέρες για να ξεγελάσω την προσοχή μου με κάτι άλλο πέρα απ’ τον καταραμένο ήχο. Αδύνατον! Προσπαθώ να καταλάβω από που κι από τι μπορεί να προέρχεται. Είναι σίγουρα μεταλλικός αλλά δεν έχει τη ρυθμικότητα και τη συχνότητα ενός μηχανικού ήχου. Υπάρχει η ασυμμετρία της ανθρώπινης παρεμβολής.
Αρχίζω να παρανοώ και παίρνω τηλέφωνο την κολλητή μου για συμπαράσταση. «Η κλήση σας προωθείται». Εμ βέβαια, κοτζάμ ερωτευμένη γυναίκα, αγκαλιά με τον νεόκοπο αγαπημένο της, τι να την κάνει την κλήση μας;

Φοράω μια φόρμα, παίρνω τα κιάλια, σβήνω το φως και βγαίνω στο μπαλκόνι. Ο ακάλυπτος όπου δίνει το μπαλκόνι της κρεβατοκάμαρας ορίζεται από τις πίσω προσόψεις των πολυκατοικιών τεσσάρων δρόμων. Ένα παραλληλόγραμμο αποτελούμενο από εκατοντάδες διαμερίσματα. Το σταυροδρόμι του χάους! Η απόλυτη ανωνυμία προστατευμένη από ατελείωτους τόνους μπετόν. Εστιάζω το βλέμμα μου στα φωτεινά σημεία. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Δεν κουνιέται φύλλο κι όμως αυτός ο ίδιος ήχος συνεχίζεται. Ασύμμετρα περιοδικός, εμφανίζεται ξανά εκεί που νομίζω ότι χάνεται.

Βάζω τα κιάλια. Μου παίρνει κανένα πεντάλεπτο να τα ρυθμίσω. Σαρώνω σχολαστικά τα πάντα σε κάθε μήκος και πλάτος. Πρώτη η διεφθαρμένα οξεία ακοή μου όμως προσανατολίζεται κάπου στα χαμηλά. Μέσα από κάτι ισχνά δέντρα εντοπίζω μια μεγάλη φωτεινή εστία στο βάθος του ακάλυπτου. Είναι η βεράντα, σαν αυλή σχεδόν ενός διαμερίσματος 1ου η 2ου ορόφου από τις απέναντι πολυκατοικίες.
Τέντες, πλαστικά προστατευτικά πλαϊνά, φυτά, πλαστικές πολυθρόνες και τραπέζια.. Απλώστρες και σκοινιά με απλωμένα ρούχα, γυναικεία, ανδρικά, παιδικά. Και ω του θαύματος, κοντά στη τζαμόπορτα στο βάθος της βεράντας κάτι κινείται στο μικρό αυτό αυθαίρετο αστικό βασίλειο. Αργά αλλά σταθερά ο ήχος και η εικόνα συντονίζονται και μέσα από το κενό της τέντας και των ξερόκλαδων, η οπτασία μιας ακέφαλης γυναίκας που σιδερώνει ψυχαναγκαστικά την ατελείωτη μπουγάδα της με μια πρέσα, Κυριακή, πεντέμισι η ώρα το απόγεμα σ’ έναν κοινόχρηστο, ακάλυπτο χώρο παίρνει σάρκα και οστά. Η πληροφορία φτάνει στον εγκέφαλό μου, αυτός όμως παθαίνει μπλακ-αουτ και δε μπορεί να την επεξεργαστεί. Αρνείται. Σα να χτυπήθηκε ο σκληρός.

Μπαίνω μέσα κεραυνοβολημένη. Ανάβω το φως, αφήνω τα κιάλια κάθομαι στο κρεβάτι και προσπαθώ να διαλογιστώ καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο. Ας της έρθει βαγγελίστρα μου η θεία φώτιση να σταματήσει την πρέσα. Ας την φωνάξει ο άντρας της να δει κάτι στην τηλεόραση, ας κόψει το παιδί της το δάχτυλό του να πάει να του βάλει οξυζενέ και ιώδιο, ας της καεί το ψητό στο φούρνο να πάει να το σώσει. Ας την πιάσει έστω ένα τσιρλιό να πάει στην τουαλέτα.
Όχι. Όλες οι ικεσίες μου πάνε στο βρόντο και η καταραμένη πρέσα συνεχίζει να μου κουρελιάζει και τους τελευταίους νευρώνες που μου έχουν απομείνει.
Δεν έχω άλλη λύση. Ή ταν ή επί τας. Και επειδή οι ηρωικές εποχές έχουν περάσει κι η καταγωγή μου είναι απ’ τη Ρούμελη κι όχι απ’ τη Σπάρτη, η λύση είναι μία: κλεφτοπόλεμος.
Στην ιδέα και μόνο αναθαρρεύω ασκαρδαμυκτί και ορμάω στην κουζίνα για πολεμοφόδια. Ψάχνω για ληγμένα. Κάπου ήταν μια γλυκόξινη που πρέπει να έχει επιζήσει τουλάχιστον δυο μετακομίσεων. Να τη. Κοιτάω το μπουκάλι, λήξη 13/05/2001. Ότι πρέπει!
Γυρνάω στην κρεβατοκάμαρα, σβήνω το φως και βγαίνω στο μπαλκόνι. Η μελωδία της δυστυχίας συνεχίζεται κανονικά. Κοιτάω γύρω-γύρω να βεβαιωθώ πως δε θα υπάρξουν κακεντρεχείς μάρτυρες, πλησιάζω στην ευθεία του στόχου και ζυγίζω το μπουκάλι στο χέρι μου. Ποτέ δεν υπήρξα καλή στο σημάδι, μόνο κατά λάθος ή όταν δεν έπρεπε πετύχαινα συνήθως το στόχο μου. Ένα, δύο, τρία και το μπουκάλι εκσφενδονίζεται στην τέντα της ακατονόμαστης, ξεσηκώνει όλα τα ξερά φύλλα που’ χουν σωριαστεί, κάνει γκελ και σκαει στο βάθος του ακάλυπτου. Σαματάς κανονικός δηλαδή, όχι αστεία. Με την καρδιά να παίζει ταμπούρλο και το σφυγμό παλαμάκια στ’ αυτιά χώνομαι πίσω στην κρεβατοκάμαρα και περιμένω εναγωνίως την αντίδραση του εχθρού. Σιωπή.
Ξανά σιωπή. Είναι σαφές ότι δεν ελέγχω την κατάσταση. Τι διάολο γίνεται; Κι εκεί που πάω να ξεμυτίσω γιατί μ’ έχει φαει η περιέργεια... Ξαναρχίζει η πρέσα!!!

Θέλω να βάλω τα κλάματα απ’ τη λύσσα μου, ν’ αρχίσω να ουρλιάζω, να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο μέχρι να τον γκρεμίσω, να θυσιάσω τη γάτα μου στο Μανιτού και να χορέψω το χορό του πολέμου, να πουλήσω τη ψυχή μου στο διάολο για να με κάνει γεράκι της ερήμου, θέλω...
Μαζεύω τα κομματάκια μου και ξαναγυρνάω στην κουζίνα. Ο καλός παίκτης πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξέρει να χάνει. Μακαρόνια, μαυρομάτικα, μια αιωνόβια κονσέρβα με γάλα καρύδας. Αηδίες. Σιρόπι σφενδάμου; Το μπουκάλι έχει το κατάλληλο μέγεθος και βάρος. Ημερομηνία λήξεως σωστή, το υγρό παχύρρευστο, καφετί και τι στο καλό, σιρόπι είναι αυτό, θα κολλάει κιόλας. Τώρα θα σου πω εγώ πότε θα ξαναπιάσεις πρέσα στα χέρια σου μαντάμ!

Αυτήν τη φορά τέρμα τ’ αστεία. Και αστέρι στο σημάδι είμαι και την ευχή της μάνας μου έχω και το δίκιο με το μέρος μου είναι και πίσω και σας έφαγα! Ένα, δύο, τρία και ναι, ναι, ναι είναι τρίποντο αγαπητοί ακροατές! Ταμπλό στην τέντα ξυστά και μέσα καλάθι στη βεράντα και τα υπόλοιπα έξω κι έγινε ο τόπος γης μαδιάμ κι η μπουγάδα πάει ξανά για πλύσιμο. Θαυμάζω το κατόρθωμά μου για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και σπεύδω να τρυπώσω στο δωμάτιο γιατί αυτή τη φορά ξέρω ότι επίκειται θύελλα πολλών μποφόρ.

Και ωιμέ, πριν προλάβω να πάρω θέση δίπλα στη μπαλκονόπορτα να χαρώ κι εγώ το έργο σαν άνθρωπος, σκαει η πρώτη ατάκα της μαντάμ:
«Ποιος πούστης πέταξε τον καφέ να του γαμήσω το μουνί που τον πέταγε;»
Οποία λεπτότης. Καλά, που είναι τα σεπτά ήθη και έθιμα της αθάνατης ελληνικής φυλής;
«Ποιος να το κάνει; Η Κατερίνα είναι από πάνω, οι άλλοι λείπουνε, αυτή η ξεκωλιάρα η αλβανίδα από τον 3ο το’ κανε. Τα βάλαμε και σπίτι μας τα βρομόσκυλα και να τώρα.»
Να τα μας, να τα μας. Έλεγα κι εγώ.
«Να πας να της χτυπήσεις την πόρτα τώρα Δημήτρη, τώραααααααα»
Α πα πα, ούτε αυτηνής τα νεύρα είναι σε καλή κατάσταση. Χάλια, χάλια!
«Μην πατάς Μαρία, χριστέ μου, τι σου είπα είναι όλο γυαλιά, μπες μέσα γρήγορα θα σε τσακίσω»
Έτσι μπράβο, να έρθουμε στα ίσα μας, πατρίς, οικογένεια, θρησκεία.
«Δεν είναι καφές ρε Μαρία, λικέρ είναι παιδί μου, πως το λένε καλούα; Αφού κολλάει ο τόπος σου λεω»
Γάτα η δικιά σου. Μέσα σ’ όλα η μαντάμ, τι σου είναι αυτός ο πρωινός καφές!
«Δεν απαντάει ε; Καλά, θα της δείξω όμως εγώ της παλιοπουτάνας, τα φυλάω εγώ τα γυαλιά και θα τα πάω για αποτυπώματα, δουλεύει ο κουμπάρος της Λίτσας εκεί, θα του τα δώσω, να δω τι θα πει μετά; ποιος θα γελάσει τελευταίος»
Τύφλα να’ χει ο Ευαγγελάτος, τέτοιο αστυνομικό δαιμόνιο...
«Δε μιλάει κανείς σας ε; Ε βέβαια δεν έχει κανείς αρχίδια εδώ πέρα, όλοι αδερφές είσαστε παλιοπούστηδες»
Εντάξει, τώρα καλύφθηκα.
Κλείνω ανακουφισμένη την μπαλκονόπορτα και αυθόρμητα χωρίς να το καταλάβω πιάνω τον εαυτό μου να σιγοτραγουδάει το «Αλληλούια».

Συννεφούλα

Ετικέτες


Permalink για το "ΤΟ ΞΟΡΚΙ ΤΗΣ ΠΡΕΣΑΣ"

19.3.07

Η διαστρέβλωση και η αλήθεια

Τετάρτη βράδυ και κάθομαι μπροστά στη τηλεόραση, να ψάξω μήπως βρω τίποτα κανένα ποδόσφαιρο. Και πέφτω πάνω σε μια πολύ καλή εκπομπή.
Είναι της ΕΡΤ3 . ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ τιτλοφορείται και οικοδεσπότης(καλά, δεν πιάνουμε πρωί –πρωί) είναι ο Παντελής Σαββίδης.
Θέμα της εκπομπής ήταν το Κόσοβο και το επερχόμενο στάτους του.
Στο studio, εκτός των άλλων, κι ο καθηγητής του Αριστοτελείου Σταύρος Ντάγιος, προσωπικός μου φίλος και ένας από τους λίγους που η ελληνική τηλεόραση, τον δέχεται αν κι μιλάει άπταιστα ελληνικά και έχει και γνώμη.
Ο κύριος Σαββίδης, που τον σέβομαι απεριόριστα και τον θεωρώ από τους λίγους δημοσιογράφους που γνωρίζουν τα περίπλοκα Βαλκανικά ζητήματα τόσο καλά, είχε καταφέρει να έχει μια συνέντευξη από τον πρόεδρο του Κοσόβου Fatmir Sejdiu.
Μεγάλη επιτυχία, αν σκεφτεί κανείς ότι, το Κόσοβο αυτή την εποχή, είναι από τα ποιο καυτά, αν όχι το ποιο καυτό Ευρωπαϊκό ζήτημα.
Εκείνο όμως που θέλω να αναφέρω εδώ, αν και όπως είναι λογικό, κανείς από αυτούς που πρέπει δεν θα το διαβάσει, είναι το θέμα της μετάφρασης.
Εν δυνάμει είμαι κι εγώ μεταφραστής και φαντάζομαι, όποιος άλλος ασχολείται με τη μετάφραση, κάθεται και ακούει με προσοχή, τη μεταφέρει και πως τα μεταφέρει ο μεταφραστής, τα λόγια μιας τέτοιας σημαντικότατης συνεντεύξεις και επιτυχίας του δημοσιογράφου.
Μόνο μια λέξη αποδίδει στο ακέραιο την πραγματικότητα: ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ !
-«Η δική μας πλευρά» έλεγε ο πρόεδρος- το …κόμμα μας έλεγε η μετάφραση από κάτω! Λες και τις διαπραγματεύσεις για το στάτους του Κοσόβου, τις έχει αναλάβει ένα συγκεκριμένο κόμμα.
Στρέβλωση και κατακρεούργηση του βασικού πυλώνα του λόγου.
-«Ο κύριος Haradinaj(πρώην πρωθυπουργός που κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου) έχει τη δυνατότητα να αποδείξει την αθωότητά του, στο δικαστήριο της ΧΑΓΗΣ» λέει ο πρόεδρος. Ο κύριος Haradinaj είναι αθώος(!) και θα το αποδείξει αυτό στη ΧΑΓΗ, συμπεραίνει ο μεταφραστής.
-«Η Ρωσία, ως μεγάλη δύναμη, θα κρίνει με βάση το Διεθνές Δίκαιο και στο τέλος, ελπίζουμε να μη σταθεί εμπόδιο στο δικαίωμα των Κοσοβάρων για αυτοδιάθεση», τα λόγια του προέδρου.
-Η Ρωσία, είναι σίγουρο ότι δεν θα σταθεί εμπόδιο στο…Κόμμα μας(!) συμφωνεί ο μεταφραστής.
Και σταματώ εδώ.
Και αναρωτιέμαι ειλικρινά: Με πια κριτήρια επιλέγεται ένας μεταφραστής(και μην σπεύσει κανείς να θεωρεί ότι το κάνω επειδή δεν επελέγην εγώ. Δεν είμαι τρελός ούτε και έχω τέτοιες επιθυμίες) όταν πρόκειται για μια τέτοια συνέντευξη που, αν παρερμηνευτούν έστω και ψήγματα κουβέντας, μπορεί να προκύψει ακόμα και διπλωματικό επεισόδιο;
Αν η μετάφραση έγινε από το γραφείο του καθηγητού κυρίου Ντάγιο, καλό θα ήταν να ρίξει ο ίδιος μια ματιά στο μοντάζ, πριν βγει στον αέρα. Διότι , φανταστείτε αν η συνέντευξη αυτή ήταν live, τι είχαν να ακούσουν τα αυτιά μας. Εδώ, είχαν όλο το χρόνο να το μοντάρουν και τη βγάλανε έτσι όπως την παρουσιάσανε.
Λίγη προσοχή δεν βλάπτει και η βιασύνη, μπορεί να βλάψει ανεπανόρθωτα. Όλους!
Κατά τ’αλλα, η εκπομπή, όπως όλες του Π.Σαββίδη, κύλησε ήρεμα και με φανερή την έλλειψη διάθεσης για καβγά. Χωρίς κραυγές και ακρότητες. Χωρίς διακοπές και ηχορύπανση που, κάνουν αυτές των…μεγάλων καναλιών, να μοιάζουν με εκπομπές της Ανίτας Πάνια, την ώρα που τραγουδά ο Κατμαν.

N.Ago

Ετικέτες


Permalink για το "Η διαστρέβλωση και η αλήθεια"

17.3.07

Ξεχασμένα σχέδια ...

(Projects που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ - από ένα σημειωματάριό μου της περιόδου ’96 – ’99.)





αντιγράφει ο enteka



  • Μυθιστόρημα συνωμοσίας: ανακαλύπτεται ότι το 3000π.X στην περιοχή της σημερινής Φινλανδίας υπήρχαν 900.000 λέξεις, όταν σήμερα ο μέσος άνθρωπος χρησιμοποιεί 10 χιλιάδες κι οι εξειδικευμένοι επιστήμονες 50 χιλιάδες. Όμως οι αρχαίοι Φιλανδοί ήταν γεωργοί και κυνηγοί. Τι ήταν όλες οι υπόλοιπες λέξεις; Expand. [Επίσης η ανακάλυψη άγνωστων κλάδων με τη βοήθεια της αποκρυπτογράφησης άγνωστων μέχρι σήμερα λέξεων και εννοιών]
  • Συνεντεύξεις στο ύφος των συνεντεύξεων του Τρούμαν Καπότε, με παρενθέσεις και διαφορετικές γραμματοσειρές, σα διήγημα
  • Shoot video: η ίδια σκηνή τρεις φορές. Πρώτα μόνο με εικόνα. Μετά μόνο με ήχο. (χωρίς να βγαίνει πλήρες νόημα ακόμη) Στο τέλος κανονικά.
  • παραμύθι ή διήγημα για άνθρωπο που θάφτηκε απ’ τα βιβλία του όταν έπεσε η βιβλιοθήκη του
  • κωμικό φαντασίας με περίεργο πολιτισμό μακρινού πλανήτη που έχει μεγάλη θεωρία συνομωσίας σχετική με την ύπαρξη ζωής στη γη.
  • Πνιγμένος καθεδρικός??
  • Μικρού μήκους: η υποθετική λειτουργία ενός πειραματικού σχολείο αλά Σάμερχιλ στην Ελλάδα (έχω απόκομμα για το Σάμερχιλ στο πάνω συρτάρι)
  • Κασέτες για φίλους: Α) να μαζεύω τα μηνύματα στον τηλεφωνητή και να τα βάζω ανάμεσα στα τραγούδια. Β) Να ζητήσω από πέντε φίλους να μου πουν τρία τραγούδια, μετά να γράψω και τρία δικά μου και να στείλω την κασέτα σε όλους (χωρίς όμως αρχικά να ξέρει κανείς ποιος διάλεξε τι)
  • Μεγάλη Μασονική Στοά Γυναικών: να βασιστεί στην υπαρκτή Γαλλική στοά που έχει 11.000 μέλη μόνο γυναίκες. [Μεγάλη Διδασκάλισσα της στοάς]
  • Μεγεθυσμένα και απομονωμένα κόμικ στρίπς, όχι όμως σαν του Λίχτενσταϊν που έλεγαν όλη την ιστορία - να είναι πολύ ασαφή.
  • Στήλη: μια στήλη με λίστες, για διαφορετικό θέμα κάθε φορά, καθόλου αντικειμενικές. Το αντίθετο των authoritative lifestyle λιστών.
  • Παρωδία κωμικής σειράς: σε επεισόδιο clip show (με τις καλύτερες στιγμές της σεζόν) να λένε τις αναμνήσεις τους και να τις βλέπουμε σε flashback που θα βγαίνουν το ένα μέσα απ’ το άλλο. Πχ. «Θυμάστε τότε που χάλασε το ποδήλατο;» Flashback στη σκηνή που είχε χαλάσει το ποδήλατο όπου κάποιος λέει: «Δεν το πιστεύω, χάλασε το ποδήλατο. Είμαστε τόσο άτυχοι, όσο κι εκείνη τη φορά που είχες σπάσει τα γυαλιά σου Σούζαν». Flashback με τα γυαλιά να σπάνε και κάποιον να λέει: «Ωχ αυτό μου θύμισε τη φορά που γνώρισα τα πεθερικά σου». Flashback στη γνωριμία με τα πεθερικά, όπου στη συζήτηση να βγαίνει άλλο flashback – κ.ο.κ. Αυτό μπορεί να συνεχιστεί και για τα 30 λεπτά του προγράμματος.
  • Αφήγηση ονείρων στην κάμερα και μετά δραματοποίησή τους (με το άτομο σα πρωταγωνιστή)
  • Φράση: …ένας πύρινος κύκλος που στροβιλίζονταν πετώντας σπίθες σε σχήμα κρυστάλλων
  • Ταινία μόνο με πανέμορφα μοντέλα σε ρόλο εργατικής τάξης: η φουρνάρισσα, ο περιπτεράς, η μοδίστρα, ο χασάπης.
  • Τίτλος: The dubious light. Το Αμφίβολο Φως
  • ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ που κάθε μήνα έχει διαφορετικό διευθυντή που κάνει ό,τι θέλει. Κάθε τεύχος τελείως διαφορετικό: άλλοι συνεργάτες, άλλα λογότυπο, άλλα θέματα, άλλο στήσιμο.
  • Αν είμαστε ό,τι τρώμε (παύση) δε θα ’πρεπε να τρώμε ανθρώπους?
  • Φράση: Έσφιξε το χέρι της προσπαθώντας να καταλάβει ποια ήταν και πώς μπορούσε να του φανεί χρήσιμη.
  • Τηλεοπτικό πρόγραμμα που μεταδίδεται ζωντανά από το εσωτερικό ενός ζέπελιν που πετάει πάνω από διαφορετικές χώρες κάθε φορά.
  • Drunk: talk-show στο οποίο αφού μεθάνε, πρέπει να συζητήσουν για τα τρέχοντα θέματα της επικαιρότητας.
  • Όνειρα τυφλών?
  • artwork με γραμματόσημα ή σε τέτοιο μέγεθος
  • photocopy art
  • περιοδικό: τέσσερα τεύχη σε ένα (δηλ. η ύλη χωρισμένη σε 4 επαναλαμβανόμενα κομμάτια, σαν συρραφή τεσσάρων εβδομαδιαίων τευχών, που όμως να κυκλοφορεί μηνιαία.)
  • περιοδικό: Περιεχόμενα
  • επάγγελμα ήρωα: shopper for VIPs ή δοκιμαστής φαγητών
  • Βίντεο αρτ: κινηματογράφηση καλειδοσκοπίου και προβολή σε γρήγορη (ή αργή) κίνηση.
  • Dali quote: Η μόνη διαφορά ανάμεσα σε μένα και σ’ έναν τρελό είναι ότι εγώ δεν είμαι τρελός.


Ετικέτες


Permalink για το "Ξεχασμένα σχέδια ..."

16.3.07

το νυν μέσα στο αεί

το νυν μέσα στο αεί

Στην εποχή που όλα φαίνεται να έχουν ειπωθεί, αισθάνομαι την ανάγκη να πω τα πάντα. Ίσως αυτή να είναι και η ουσία της Ποίησης. Να θέλει, και τελικά να μπορεί, να ξαναπεί τον κόσμο απ’ την αρχή. Να δει τον ένδον κόσμο και τον έξω αντεστραμμένους, ή απλά να διαπιστώσει πως διαφορά μεταξύ τους δεν υπάρχει. Να αναδιατάξει τα υλικά τους. Κάπου εκεί ανάμεσα στο τι και στο πώς ξαναστήνεται το παιχνίδι.

Δεν τον είδα · τον οσφριζόμουν όμως στον αέρα,
τον γεύτηκα στο νερό.
Ήταν εκεί,
παντού,
μέσα τους,
εντός μου.
Με την ελάχιστη πνοή νεκρού περιπλανήθηκε
μέχρι το πλήρωμα της βέβαιης ενσάρκωσης.

Αυτό που αρχικά ανασαίνει κανείς, όταν εισέρχεται στην επικράτεια της Ποίησης, είναι η απόλυτη συμπαντική μοναξιά. Σαν για πρώτη φορά να χτίζεις το σύμπαν ή σαν το σύμπαν να χτίστηκε για να το ανακαλύψεις εσύ μόνο. Δεν έχει σημασία αν δίνεις ή αν λαβαίνεις · σημασία έχει να αγγίζεις με γυμνά χέρια τις πυρωμένες έννοιες, να χαϊδεύεις τις ιδέες, να δαγκώνεις σφιχτά τους φθόγγους.

Θα τον κοιτάξω
θα τον ξαναβρώ
και στ’ άχτιστά του μέλη
θα χτίσω ανάστημα.

Η δημιουργική δύναμη, ξαναγεννιέται και ξαναγίνεται. Από σένα ζητάει κάθε φορά μόνο την άγραφη συνείδηση των τριών σου χρόνων, την περιέργεια του άγουρου και τη γαλήνη της αγάπης. Η αγάπη για τα πράγματα γεννιέται και πεθαίνει μαζί μας και τα πράγματα τα ίδια την ακολουθούν. Όταν κολυμπάς μέσα στην Ποίηση, έχεις την αίσθηση πως όλα ακούγονται για πρώτη φορά, επειδή ο ίδιος τα ακούς καθαρά, έχεις την πεποίθηση ότι γίνεσαι ένας κρίκος στην αλυσίδα της διάρκειας, επειδή δωρεάν έλαβες και δωρεάν θα δώσεις. Ο χρόνος ακινητεί κι όλο το πριν και το μετά συμπυκνώνονται σ’ ένα ολόδικό σου τώρα.

Πέρασαν όλοι με την ορμή της αγάπης τους.
Λιγοστός αέρας και χώμα
και μια, πάντα, απορία.
Μοιράστηκαν τη γη, κληρονόμοι πεσμένου ουρανού.
Τους πήραν οι καιροί τους.
Κι η νίκη;
Άνθρωποι που μετρούν ακόμη κύματα.

Ύστερα έρχεται το σμίξιμο. Τα ίχνη των άλλων παίρνουν τα σημάδια απ’ τα δικά σου ίχνη, έτσι που βάζεις τα δάχτυλά σου πάνω στα δικά τους.

Πόσες δυνάμεις εκλύονται,
όταν το φως αναβλύζει
μπροστά μας
τόσο φυσικά ανεξήγητα.
Ο γενέθλιος τόπος της νόησης –
εκεί ο προορισμός.
Επανάληψη
και το λυτρωτικό σφάλμα
της δημιουργίας
σε ασύλληπτη καθαρότητα.
Αντλώ τα ύδατα
από την αχειροποίητη στέρνα,
παλίνδρομη κίνηση
που διδάχτηκα.
Τόσες φωνές δικαιωμένες εντός μου
γίνονται το αναπόδραστο σχέδιο.


Εκεί είναι που δεν ακούς παρά μονάχα ό,τι αφουγκράζεσαι. Δεν έγινε παρά μονάχα ό,τι κοιτάζεις. Κι άλλο τίποτα δεν είναι πέρα απ’ αυτό, γιατί το είναι και το υπάρχει το ορίζεις εσύ. Είναι ωραία τα πράγματα έτσι καθώς γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί μας.
Λυτρωτική αλαζονεία.

Στο τέλος ο απόηχος του γέλιου της αρκεί πως κάποτε υπήρξες,
έξοχο τώρα λίπασμα της μνήμης.


Γιάννης Ευθυμιάδης

Ετικέτες


Permalink για το "το νυν μέσα στο αεί"

15.3.07

Ο Άντρας και η Γή. (Ένας υποθετικός μονόλογος)

Ένας Άντρας κάθεται σε ένα τραπέζι. Κρατάει στο χέρι του ένα ποτήρι του κρασιού με κόκκινο υγρό μέσα- αίμα. Το φέρνει στο στόμα του και αρχίζει να το πίνει. Σταματάει για λίγο, κοιτάει το κοινό και συνεχίζει. Σηκώνει το ποτήρι, ετσι ώστε να φαίνεται οτι πίνει την τελευταία γουλιά. Αφήνει κάτω το ποτήρι, σηκώνεται και κοιτάει το κοινό..

«Την τελευταία της σταγόνα. Σέ ένα ποτήρι, η ψυχή της όλη. Η ψυχή της όλη σε ένα ποτήρι. Την βρήκα, την πήρα, την ήπια. Για να μην μου φύγει ποτέ, για να είναι πάντα μέσα μου, δικιά μου. Το αίμα της, στο αίμα μου, η ψυχή της στην ψυχή μου. Σε ένα ποτήρι, η ψυχή της όλη. Η ψυχή της όλη σε ένα ποτήρι.»

Προχωράει προς το κοινό, και τους κοιτάει στα μάτια

«Μην με κοιτάτε έτσι, η αγάπη θέλει πόνο, θέλει ολοκληρωτική παράδοση. Μέχρι την τελευταία της σταγόνα. Να την πιώ πρέπει, να την φυλακίσω. Ναι, ναι. Να την φυλακίσω, για να μην μου φύγει. Όπως την πρώτη φορά. Χιλιάδες χρόνια πίσω.
Φίλοι μου, αυτή είναι μια ιστορία παλιά, πιο παλιά κι απο τον Χρόνο. Τότε, πρίν γεννηθεί ο Χρόνος, και φυσικά πολύ πριν εμφανιστεί στα σπλάχνα της γης ο Χώρος, υπήρχε αυτή, κι εγώ. Ψέμματα, αυτή δεν υπήρχε κάν. Λές ψέμματα. Δεν θυμάσαι λοιπόν;»
Γυρνάει και λέει στον εαυτό του.
«Δέν θυμάσαι;»
Παίρνει ένα μαχαίρι, ανεβάζει το μπράτσο του και κόβεται. Σκύβει και γλύφει το αίμα του.
«Να δούμε τώρα, άν θα θυμηθείς...
Ήμουν νέος τότε, περίπου 369 χρονών. Η γή ήταν ακόμα όλη ξανθιά και πράσινη. Όπου έφτανε το μάτι σου έβλεπες αποχρώσεις ξανθιές και πράσινες. Ήχοι, τίποτα. Ένα γλυκό τίποτα, ένα τίποτα μόνο δικό μου, και της γής. Οι στιγμές, δεν είχαμε μέρες λεπτά και ώρες τότε, ούτε χρόνια φυσικά, περνούσαν, και η Γή άλλαζε. Δεν μου μιλούσε, δεν με πλησίαζε. Σαν να της είχα κάνει κάτι και να την είχα πειράξει. Σαν να μην την είχα σεβαστεί. Κάθε φορά που πήγαινα να της μιλήσω, να την πλησιάσω, εκείνη τίποτα. Μου γυρνούσε τα όμορφα ξανθά και πράσινα μάτια της, και άπλωνε μια παγωμένη ομίχλη γύρω από τη ζωή μου. Μια φορά μόνο κατάλαβα πως η Γή ήταν πληγωμένη. Δεν την είχα θυμώσει, την είχα πληγώσει. Και όλοι ξέρετε τι γίνεται άμα πληγώσεις τη Γή, έτσι δεν είναι; Καταστροφές, άγριες καταστροφές προμηνύονται. Διότι η Γή, όπως κάθε γυναίκα όπως έμαθα αργότερα, έχει ενα κύκλο. Ένα συγκεκριμένο τρόπο που ξεπερνάει ή καλύτερα αντιμετωπίζει μια πλήγή. Στην αρχή έρχεται η στεναχώρια. Μετα πλησιάζει η νηνεμία, η απραγία. Στη συνέχεια έρχεται ο θυμός, και τελευταία, πιο γλυκεία και πιο θανατηφόρα έρχεται η εκδίκηση.
Και η εκδίκηση, φίλοι μου... Δεν ξέρεις ποτέ που μπορει να φτάσει μια γυναίκα που θέλει να εκδικηθεί.
Και έτσι, ανυποψίαστος προσπαθούσα να σκαρφιστώ τρόπους να πλησιάσω την Γή, την καλυτερη και μοναδική μου φίλη, για να την κάνω να αισθανθεί καλύτερα. Να ημερέψει, να μου μιλήσει. Ρώτησα τον Ουρανό, και μου γύρισε και αυτός την πλάτη.
Μα γιατί, τι είχα κάνει; Τον παρακάλεσα 'Ουρανέ μου, εσύ με καταλαβαίνεις, τι συμβαίνει, πές μου. Η Γή είναι η φίλη μου, και δεν μπορώ να την πλησιάσω πια...'
Ο Ουρανός, δεν ξέρω, με λυπήθηκε, και ένα βράδυ που η Γή κοιμότανε και ο Ουρανός αγρυπνούσε, μου ψιθύρισε. 'Να φοβάσαι πάντα τον θυμό της γυναίκας που σε αγάπησε, και δεν πήρε αγάπη πίσω.'
Και μ'αυτό ξεκίνησαν τα βάσανά μου.»

Κάνει ένα βήμα πίσω στο τραπέζι, γυρνάει την πλάτη στο κοινό, βάζει το ένα χέρι στο τραπέζι, αναστεναζει, κοιτάει πάνω, γυρνάει και συνεχίζει

«Η γή δούλευε κρυφά τις νύχτες, τότε που νόμιζα οτι κοιμάται, κρυφά, ύπουλα, υποχθόνια, κακά, δυσοίωνα. Αναδευόταν, ρευόταν, πορευόταν, ντρεπόταν, μα συνέχιζε. Συχνά κόκκινοι καπνοί ξεπετάγονταν από τα μάτια της, έντονες μυρωδιές ξεχύνονταν από τα μαλλιά της. Δεν ήταν πια όλα ξανθα και πράσινα. Ήταν γκρί, κόκκινα, μαύρα, ξένα, αφιλόξενα. Δεν ήξερα πια τι να κάνω, που να κρυφτώ. Δεν έκανα προσπάθειες να πλησίασω την γή, να της μιλήσω. Είχα χάσει τον μόνο σύντροφο μου στην ζωή, και δεν είχα σε ποιόν να στραφώ. Ήθελα κάποιον τόσο πολυ να του μιλήσω.. μια παρέα. Ο κόσμος είναι τόσο άδειος άμα είσαι μόνος. Οι στιγμές τόσο ανούσιες αν δεν έχεις να της μοιραστείς με κάποιον. Κι εγώ ήμουν έτσι ακριβώς, άδειος ανούσιος. Η γή το ήξερε. Είμαι μοναχικός άνθρωπος, και όμως με άφησε έτσι, χωρίς να μου πεί τίποτα, μόνο, μοναχικό, μοναχικό και μόνο. Και σιγά σιγά άρχισα να την μισώ. Να την μισώ με ένα μίσος στην αρχη σιγανο, χαμηλο, ενοχλητικό αλλά όχι και ασήκωτο. Περνούσαν οι μέρες όμως και εγώ πιο μόνος, πιο μοναχικός, πιο μοναχικός, πιο μόνος.
ΕΣΥ ΕΦΤΑΙΞΕΣ ΓΙΑ ΟΛΑ.» ουρλιάζει κοιτώντας πάνω από τα κεφάλια του κοινού, ξαφνικά, να τους τρομάξει. Αμέσως μετά η φωνή του ηρεμεί.

«Και δεν υποπτέυτηκα τίποτα. Μόνο το μίσος μου μεγάλωνε, αυτό μου κρατούσε παρέα τις στιγμές που δεν ήξερα πού να ακουμπήσω τις σκέψεις μου. Πού να ξεκουράσω το κεφάλι που ήταν γεμάτο διαδρόμους, διαδρόμους που δεν ήθελα κάν να γνωρίσω. Μόνο που το πρόβλημα με το μίσος είναι, όπως τώρα πια ξέρουμε όλοι, οτι σε τυφλώνει. Έτσι κι εμένα, με τύφλωσε. Με τύφλωσε και δεν καταφέρα να διαβάσω πίσω από τα μάτια της, τα μάτια της Γής, πίσω από το χαμογελό της, το χαιρέκακο χαμόγελο του μίσους μου.
Ώσπου άξαφνα, όπως το συνηθίζει, γιατί δεν προειδοποιεί κανέναν και για τίποτα, η γή σταμάτησε να γεφυσά, να ξερνά, να μουρμουρά, να ανταπαντά και να ουρλιάζει ασταμάτητα. Χαχα. Ξέρω τι θα πείτε. 'Καί δεν σε έβαλε σε σκέψεις αυτη η ηρεμία;'
Όχι.. Την μισούσα και δεν με ένοιαζε.
Στιγμές ολήκληρες, μιλιούνια από στιγμές μετά, η Γή σιώπησε εντελώς. Και είδα μια σιλουέτα. Δεν κατάφερα να δώ πολλά στην αρχή, γιατί ένα εκτυφλωτικό φώς εμπόδιζε τα δυστυχισμένα μου μάτια να δουν λεπτομέρεις. Ήταν ένα όραμα. Μια μορφή τυλιγμένη σαν σε φλόγες, σέ ένα πέπλο κεντημένο με χιλιάδες ακτίνες του Ήλιου. Έκλεισα τα μάτια μου, σίγουρος οτι θα φύγει. Μετα από λίγο άνοιξα το ένα δειλά δειλά. Μετά άνοιξα και το άλλο, γιατι το θέαμα ήταν πολύ μοναδικό για να το χαρεί το ένα μου μάτι μόνο.
Μπροστά μου ήταν η Γυναίκα. Το δερμα της ήταν ρόζ, ήταν κίτρινο, ήταν γαλάζιο, ήταν πορσελάνινο, ήταν γυάλινο. Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα, ήταν πορτοκαλί, ήταν ροδακινί. Τα μάτια της ήταν μαύρα, ήταν γκρί, ήταν πράσινα. Με κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα, γκρί, πράσινα μάτια της, με ακούμπησε με το ρόζ, κίτρινο, γαλάζιο πορσελάνινο, γυάλινο δέρμα της. Ανεξήγητα, σαν να με τράβηξε μια αόρατη κλωστη, έπεσα στα γόνατα και άρχισα να τις φιλάω τα ξυπόλητα πόδια. Τα δακρυά μου έβρεχαν το ροζ κίτρινο γαλάζιο πορσελανινο γυάλινο παγωμενο δέρμα των ποδιών της. Εκείνη ακόμα δεν είχε ανοίξει το στόμα της. Ξαφνικά ένα γέλιο ακούστηκε μακριά, ένα υπόκωφο κακάρισμα, ένα έξαλλο γέλιο, σχεδόν τρομαχτικό. Την ίδια στιγμη Εκείνη με έπιασε απο το χέρι και με σήκωσε. Το άγγιγμα της έκανε τους διαδρόμους στο μυαλό μου να σκοτεινιάσουν, και το γέλιο ξεχάστηκε μονομιάς. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε 'Είμαι δικιά σου'.
Χωρίς δεύτερη σκέψη την πήρα στα χέρια μου, και την έβαλα στην ζωή μου. Χωρίς ερωτήσεις. Ποιά είσαι, πώς βρέθηκες εδώ, τι γυρεύεις, που πας.. Τίποτα, σαν να μην είχε σημασία. Τα σωματά μας ενώθηκαν, και ταιριάζαμε όπως δυο κομμάτια ενός πάζλ. Αυτό είναι συνήθως η πρώτη ένδειξη οτί κάτι δεν πάει καλά. Κανείς δεν μπορεί να ταιριαζει έτσι με κανέναν. Δεν είμαστε φτιαγμένοι να γινόμαστε ένα. Να ταιριάζουμε, ναι, άλλα όχι απόλυτα. Κάτι διαβολικό συμβαίνει άμα η ύπαρξή μας ολοκληρώνεται τελείως με κάποιον.
Από αυτό και μόνο έπρεπε να καταλάβω.
Ηταν για πάντα η ζωή μου. Ηταν για πάντα, τα πάντα για μένα.

Δεν έπρεπε να το έχεις δείξει ρε.. εκεί έκανες το μεγάλο λάθος.
Κι ύστερα Εκείνη, όπως ήρθε, έτσι έφυγε.
Ξαφνικά. Σε μια στιγμή. Σε ένα κλείσιμο του ματιού.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Μήπως δεν υπήρξε καθόλου;

Και τότε θυμήθηκα τα γέλια. Τα γέλια της εκδίκησης. Την ευτυχία του πόνου. Την έψαξα παντού. Μέσα μου, δίπλα μου, στο Θάνατο, στον Ουρανό. Τα γέλια εκείνα ήταν η μόνη μου παρέα.

ΕΣΥ;;; ΓΙΑΤΙ;;» φώναζε στην Γη.

«Για να δεις τι θα πει πραγματικός πόνος. Για να δεις τι θα πει απώλεια, τι θα πει αγάπη, έρωτας, μίσος, ελευθερία, μοναξιά. Τι θα πει ζωή και τι θα πει θάνατος» ήρθε η απάντηση από την γυναίκα Γη.

«Και τώρα που τα έμαθες, πάρε τη ζωή μου και πιες την, γιατί εγώ είμαι εκείνη, εγώ είμαι εσύ, εγώ είμαι ο Θάνατος, εγώ και η ζωή»


loulou

Ετικέτες


Permalink για το "Ο Άντρας και η Γή. (Ένας υποθετικός μονόλογος)"

14.3.07

Στον αστερισμό του .. καρκίνου


Μόλις που κατάφερε να κρατηθεί όρθιος, βλέπετε το ζούσε καθημερινά γύρω του αλλά δεν είχε ακόμα φανταστεί ότι θα χρειαζόταν να το αντιμετωπίσει και ο ίδιος. Το κοντινότερο πρόσωπο που έχασε ήταν η νονά του πριν λίγο καιρό, χρειάστηκε να την χειρουργήσει μάλιστα , η κατάληξη προδιαγεγραμμένη στους περισσότερους, η διάρκεια του αγώνα που δίνουν διαφέρει λίγο.

- Μη φοβάσαι δεν θα είναι τίποτα τελικά ,τα λόγια της συναδέλφου, απλά πρέπει να κάνουμε κάποιες νέες εξετάσεις, η ακτινογραφία όμως στο διαφανοσκόπιο και το κάτασπρο χρώμα της συζύγου του ακτινολόγου ήταν γι’ αυτόν αρκετά. Σκίαση ασαφών ορίων η διάγνωση, μόνο που εκείνος δεν θα είχε την πολυτέλεια του χρόνου που έχουν οι περισσότεροι ασθενείς μέχρι να μάθουν την τελική διάγνωση και να το συνειδητοποιήσουν. Μια απλή ακτινογραφία για ένα απλό πιστοποιητικό υγείας πήγε να βγάλει και είχε έρθει αντιμέτωπος με τον καρκίνο. Δεν τον τρόμαζε ποτέ η λέξη όχι από φιλοσοφική στάση για την ζωή και το θάνατο, αλλά γιατί ήταν κάτι καθημερινό γύρω του. Ο καρκινοπαθής ασθενής ήταν ένας ασθενής. Πολλοί από τους ασθενείς που χειρούργησε τον χαιρετούσαν στον δρόμο, για τους περισσότερους δεν είχε νέα αλλά πίστευε ότι ήταν ακόμα καλά., χωρίς μεταστάσεις και υποτροπές.

Αξονική για να εντοπιστεί το μέγεθος και τα όρια, βιοψία με βροχοσκόπιση, καθορισμός του σταδίου της νόσου, μαγνητική για τυχόν μεταστάσεις και μια σειρά ακόμα ειδικών εξετάσεων. Τα πρόσωπα γύρω του σε όλα τα τμήματα γνωστά προσπαθούσαν να του δώσουν κουράγιο να τον κάνουν να αισθανθεί καλύτερα..

Αγάπη μου καπνίζεις πολύ του έλεγε συνεχώς την τελευταία δεκαετία η γυναίκα του, τρία πακέτα , πρέπει να το ελαττώσεις, να το κόψεις. Θα το κόψω της έλεγε, απλά αυτόν τον καιρό έχω λίγο παραπάνω στρες στη δουλειά θα προσπαθήσω έλεγε και δεν ήταν λίγες οι φορές που ξημερώνοντας στα έκτατα άνοιγε το τέταρτο πακέτο.

Να γυρνούσε το χρόνο πίσω τότε που στο Πανεπιστήμιο στα 23 του αγόρασε το πρώτο του πακέτο, είχε δοκιμάσει και παλαιότερα τσιγάρα αλλά δεν τον ενθουσίαζε το κάπνισμα , ίσως η λίγη γυμναστική, η μπάλα που έπαιζε τον κρατούσαν μακριά ως τότε. Δεν ήξερε γιατί ξεκίνησε το κάπνισμα , έλεγε από άποψη όταν τον ρωτούσαν.

Ένιωθε ως τότε ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο, η ζωή ήταν γενναιόδωρη μαζί του. Είχε από το πρώτο έτος της σχολής δίπλα του μια όμορφη και έξυπνη κοπέλα που μετά από μια σχέση 10 σχεδόν χρόνων που δεν διακόπηκε ούτε για μια μέρα. κατέληξε σε γάμο. Παντρευτήκανε και αποκτήσανε δύο όμορφα κοριτσάκια που μοιάζανε σε εκείνη.

Αυτά τα τρία πράγματα ήταν που τον κάνανε να αισθάνεται τρωτός και αδύναμος. Είχε να κανονίσει μια δυο λεπτομέρειες ακόμα και θα ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα . Να φροντίσει για κάποια ζητήματα για το μέλλον τους, όχι το δικό του της υπόλοιπης οικογένειας, το δικό του ήταν καθορισμένο.

Να γυρνούσε το χρόνο πίσω σκεφτόταν ξανά και ξανά, να είχε μια ευκαιρία, θεωρούσε άλλωστε το κάπνισμα σαν την μόνη αιτία και τον μόνο παράγοντα κινδύνου που είχε λόγο του ελεύθερου οικογενειακού ιστορικού. Πέρασε από όλα τα στάδια που περνάει ο πάσχων με πρώτο της άρνησης και τελευταίο εκείνο της αποδοχής της νόσου . Και τι δεν θα έδινε όμως για να μην είναι όλα όσα του συμβαίνουν αληθινά. Ας ήταν ένα όνειρο…

Ξύπνησε ιδρωμένος με ταχυπαλμία.. Πέταξε το πακέτο και δεν κάπνισε από τότε ξανά. Ακόμα και σήμερα πιστεύει ότι τελικά κάποιος του έδωσε την ευκαιρία που ζητούσε. Δεν γύρισε ο χρόνος πίσω αλλά όλα μοιάζανε σαν να είχαν συμβεί στο όνειρό του μέσα σε εκείνο το βράδυ. Δεν είναι όμως σίγουρος ότι ήταν ένα απλό όνειρο. Κάποια πράγματα δεν μπορεί να τα ερμηνεύσει ακόμα.. Έχει διαβάσει από τότε αρκετά βιβλία που θα μπορούσαν επιστημονικά ,όπως είχε μάθει να σκέφτεται, να του δώσουν απαντήσεις.

Τελικά ούτε αυτό έχει σημασία, σημασία έχει που μπορεί να κρατά αγκαλιά ακόμα σήμερα τις τρεις αγάπες του. Γνωρίζει ότι οι βλάβες από τον καπνό είναι οι περισσότερες μη αναστρέψιμες, και προσπαθεί να μην σκέφτεται ότι ένας στους τρεις μας τα επόμενα χρόνια θα έχει καρκίνο.

Δίπλα στη λίμνη

Ετικέτες


Permalink για το "Στον αστερισμό του .. καρκίνου"