Tabs: Blog | About Us |

21.1.07

Άννα ... δια χειρός Πιτσιρίκου



Θυμάμαι την πρώτη φορά που την είδα. Στο μέσα δρομάκι της Χώρας. Μεσημέρι. Έπινα τη μπύρα μου καθισμένος στο μπαρ του «Νόστου» και συζητούσα με την ιδιοκτήτρια περί ανέμων και υδάτων, ταΐζοντας, παράλληλα, τσιπς τα δυο αφγάν που ήταν ξαπλωμένα στα πόδια μου.

Το μεγάλο δεξί παράθυρο έγινε ξαφνικά πίνακας. Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, μαύρα μακριά μαλλιά. Μελανούρι. Δεν θα ήταν πάνω από 20 χρονών – αργότερα έμαθα πως ήταν 18. Είχε σταματήσει και μιλούσε με κάποιον που δεν μπορούσα να δω. «Ποια είναι αυτή η κοπέλα;» ρώτησα την Ε. «Ποια;». Γύρισα να της δείξω – δεν ήταν πια εκεί. Βγήκα έξω, κοίταξα δεξιά κι αριστερά – είχε εξαφανιστεί.

Ήμουν ακουμπισμένος στον τοίχο και κοιτούσα το ηλιοβασίλεμα. Η μεγάλη ταράτσα ήταν γεμάτη κόσμο. Στο μεγάλο τραπέζι, δίπλα στο πεζούλι, καθόταν μια παρέα από κορίτσια. Ήταν όλες γυρισμένες προς τη θάλασσα – έβλεπα τις πλάτες τους μόνο. Ξεκόλλησα από τον τοίχο και έσυρα αργά το βήμα μου προς τα δεξιά. Όταν έφτασα στον πέτρινο τοίχο, ακούμπησα τον ώμο μου και άναψα τσιγάρο. Ο ήλιος χάθηκε πίσω από την Πάρο. Ο κόσμος χειροκρότησε. Γύρισα το κεφάλι μου προς τα αριστερά. Και την είδα. Γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας. Κατέβασα τα μάτια.

Ήρθε ξανά στο μπαρ. Και ξανά και ξανά. Κάθε φορά το στομάχι μου γινόταν κόμπος. Μια μέρα, την ώρα που έφευγε, την είδα να μιλάει με τον Γ. Έμοιαζαν να γνωρίζονται. Μόλις έφυγε, τον πλησίασα. Δεν πρόλαβα να πω τίποτα. «Είσαι κατακόκκινος και καρφώνεσαι πολύ άσχημα. Την λένε Άννα – όμως, είναι η κοπέλα του Π.».

Δεν τους είχα δει ποτέ μαζί. Το μπαρ του Π. έγινε το στέκι μου. Ήταν ωραίος τύπος – όταν δεν χανόταν στα τσιγαριλίκια. «Γιατί ερχόμαστε συνέχεια εδώ;» με ρώτησε μια μέρα η Τ. «Είναι ωραία – φαίνεται η θάλασσα» «Απ' όλα τα μαγαζιά της παραλίας φαίνεται η θάλασσα» «…».

Τσάμπα ο κόπος – δεν ερχόταν ποτέ στο μπαρ. Ένα βράδυ, βρήκα πάνω στη μπάρα μια φωτογραφία του Π. με τον Α. Ήταν μεθυσμένοι και γελούσαν σαν χαζοί – κάθονταν έξω από το εστιατόριο του Πετράν και κρατούσαν από ένα σουβλάκι στο χέρι. Γύρισα τη φωτογραφία ανάποδα κι άρχισα να γράφω. «Οι γνωστοί κοσμικοί Π. και Α. στα εγκαίνια της έκθεσης του εκκεντρικού ζωγράφου Πετράν που έγινε στη γκαλερί 'Ανάχωμα', παρουσία διακεκριμένων…».

«Ένας άνθρωπος που γράφει μέσα σ' ένα μπαρ στις 3 το πρωί πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρων. Θα θέλατε να πιείτε ένα ποτό μαζί μας;». Η κυρία που μου μιλούσε ήταν γύρω στα 45. Ο συνοδός της το ίδιο. Με κοιτούσαν χαμογελαστοί. Πήραμε τα ποτά μας και καθίσαμε μαζί τους. Ήταν ντόπιοι και ανήκαν στην υψηλή κοινωνία του νησιού. Η παρέα τους ήταν πολύ ευχάριστη. Ανησυχούσαν λίγο για την κόρη τους που σε λίγες μέρες θα έφευγε για σπουδές στο Λονδίνο. Την περίμεναν να έρθει να τους πάρει.

Όταν η κόρη ήρθε, επέδειξα εξαιρετική ψυχραιμία για την κατάσταση που βρισκόμουν. Έγιναν οι συστάσεις και κάθισε μαζί μας. «Εσύ δεν δουλεύεις στο μπαρ του Γ.; Σε έχω δει» «Κι εγώ νομίζω πως σ' έχω δει…».

Οι μέρες κυλούσαν μαρτυρικά. Η Β. μου έλεγε πως δεν περίμενε ποτέ να με δει σε τέτοια κατάσταση κι αναρωτιόταν που πήγε ο παλιός καλός εαυτός μου. «Αδερφάκι μου, είσαι σαν Μεγάλη Παρασκευή. Και να σου πω κάτι; Εμένα δεν μου αρέσει καθόλου! Σαν γύφτισσα είναι!».

Ανήμερα της Παναγίας πήγαμε στο πανηγύρι ενός χωριού που ήταν πάνω σε κάτι κατσάβραχα. Με την Τ., τον Θ. και τη Β. Γίναμε τόσο ντίρλα και χορέψαμε τόσους μπάλλους που ξαναβρήκα το κέφι μου. Αργότερα ήρθαν και ο Π. με την Άννα. Πήγα στην κουζίνα και τους έφερα δυο πιάτα με κρεατικά και δυο καθαρά ποτήρια. «Πάντα τζέντλεμαν» είπε η Άννα, «Και οι τιράντες σού πάνε πάρα πολύ– έχει και ο Π. αλλά. δεν του πάνε όπως σε σένα».

«Οι τιράντες σού πάνε πάρα πολύ – έχει και ο Π. αλλά δεν του πάνε όπως σε σένα». Η Β. μιμούταν ειρωνικά τη φωνή της Άννας και χαμογελούσε με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι. Ήμασταν καθισμένοι στο βεραντάκι της δεύτερης ταράτσας – κρεμόμασταν πάνω από τη θάλασσα. «Και ξέρεις τι μου τη δίνει πιο πολύ; Που δεν μου απαντάς. Εσύ που δεν άφηνες κουβέντα να πέσει κάτω. Που ήθελες να έχεις πάντα την τελευταία λέξη. Πες κάτι!» «Κάτι…» «Μάγκα μου, νόμιζα πως ήσουν εντελώς χαζοχαρούμενος– να που έπεσα έξω…».

Ένα βράδυ, λίγες μέρες αργότερα, ήμουν με τον Θ. και τη Β. στο μπαρ του Π. – η Τ. είχε επιστρέψει στην Αθήνα. Η Άννα έκατσε στην παρέα μας και μιλούσαμε με τις ώρες. Για τα σχέδια της, τις σπουδές της… Αργά τη νύχτα, τα παιδιά πείνασαν. «Πάμε να φάμε κάτι;» είπε η Β. «Κι εγώ πεινάω» πετάχτηκε η Άννα, «αλλά θα περιμένω τον Π.». «Π., πάμε για φαγητό – σε πειράζει να πάρουμε την Άννα μαζί μας;» - η Β. πήρε την υπόθεση στα χέρια της. «Καθόλου, πήγαινε μωρό μου – εγώ θα κοιμηθώ στο μπαρ γιατί το πρωί περιμένω τον ηλεκτρολόγο».

Κάτσαμε στην αυλή του εστιατορίου, φάγαμε και συνεχίσαμε να συζητάμε – η βραδιά ήταν πολύ γλυκιά. Κάποια στιγμή, η Άννα σηκώθηκε να χαιρετήσει μια φίλη της στο διπλανό τραπέζι. «Μαλάκα, νομίζω πως της αρέσεις» μου είπε σιγανά αλλά έντονα ο Θ. «Τι με κοιτάς; Σοβαρά σου μιλάω» «Αλήθεια το λες;» «Μαλάκα, τι έχεις πάθει; Έχεις αποβλακωθεί εντελώς!».

Τα παιδιά έφυγαν και μείναμε οι δυο μας. Η Β., φεύγοντας, μου έκλεισε το μάτι χαμογελώντας. Περπατήσαμε ως το σπίτι της – έμαθα επιτέλους και που έμενε. Στο σκαλοπάτι τής πρόσφερα ένα γιασεμί που είχα κόψει από την αυλή του εστιατορίου. «Σε ευχαριστώ!» «Ξέρεις Άννα…» «Ξέρω …είσαι πολύ γλυκός κι ευγενικός….ειλικρινά…». Με φίλησε στο μάγουλο και ανέβηκε τις σκάλες. «Καληνύχτα!» «Καληνύχτα…».

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα , άνοιξα το ράδιο κι άκουγα Γιάννη Πουλόπουλο - σημειολογικό. Δεν έμαθα πότε ακριβώς έφυγε αλλά, αν και ήξερα πως είχε φύγει, είχα για μέρες την αίσθηση πως θα τη δω ξαφνικά μπροστά μου σε κάποιο σοκάκι. Περπατούσα με τις ώρες για μέρες – είχα οργώσει τη Χώρα. Ποτέ δεν ήμουν πιο αδύνατος – η Β. με τάιζε συνεχώς αλλά του κάκου. Το φθινόπωρο γύρισα στην Αθήνα. Όταν η Τ. μου έδειξε τις φωτογραφίες που είχαμε βγάλει στο πανηγύρι, μελαγχόλησα για λίγο, βλέποντας την Άννα να μου χαμογελάει καθισμένη δίπλα μου, αλλά γρήγορα η καθημερινότητα τα σάρωσε όλα.

Τα χρόνια που πέρασαν, ρωτούσα διάφορους φίλους που κατέβαιναν στο νησί – κανείς δεν ήξερε τα νέα της. Πριν από τρία χρόνια, κάπου κοντά στα Χριστούγεννα, ήμασταν με μια μεγάλη παρέα στο «Κουτί» - στο πατάρι. Ήταν μια από τις συνηθισμένες μας οργιαστικές εξόδους για φαγητό – ξεκινούσαμε γύρω στις 3 το απόγευμα και τελειώναμε στις 11 το βράδυ.

Ήμασταν επαρκώς μεθυσμένοι – περίπου στο σημείο που ο Κ. βουτούσε το ψωμί στο παγωτό τριαντάφυλλο και παράγγελνε οκτώ σουφλέ σοκολάτας ακόμα, σοκάροντας τη γλυκιά σερβιτόρα.

Στην παρέα μας προστέθηκαν η Α. και η Μ. Αγκαλιές, φιλιά – σηκώθηκα για να φέρω δυο καρέκλες. Δεν ήταν δύσκολο, αφού ήμασταν η μόνη μεγάλη παρέα στο πατάρι – οι υπόλοιποι ήταν ζευγάρια.

«Συγνώμη, την χρειάζεστε αυτήν την καρέκλα;» «…» «Άννα;» «Τι κάνεις; Πόσα χρόνια…» «Καλά, εσύ;» «Άκουγα τόση ώρα κάποιον να λέει ανέκδοτα και σκεφτόμουν πως αυτήν τη φωνή την έχω ξανακούσει…» «Μόνη σου είσαι;» «Με τον φίλο μου. Πήγε να αγοράσει τσιγάρα». «Αφέντη, τι θα γίνει μ' αυτήν την καρέκλα;» πετάχτηκε η Μ. «Τώρα έρχομαι». Είχε μεγαλώσει και έμοιαζε κουρασμένη – τα μάτια της δεν έλαμπαν πια. Κάτι ψέλλισα, κάτι μου απάντησε – δεν θυμάμαι τι – και επέστρεψα στην παρέα μου.

Ήπια γύρω στα είκοσι σφηνάκια μαστίχα, κάνοντας τη συνηθισμένη κόντρα με τον Κ. – δεν την έβλεπα γιατί καθόταν πίσω μου. Κάποια στιγμή, ρώτησα τη Μ. πως είναι αυτός που κάθεται μαζί της. Με κοίταξε με απορία, έριξε μια ματιά και έδωσε πόρισμα: «Σαν χαμένο κορμί». «Πόσων χρονών;» «Γύρω στα πενήντα…Είσαι καλά αφέντη;» «Καλά είμαι» «Ποια είναι αυτή;» «Τίποτα, μια….».

Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, ήταν ακόμα εκεί. Της έκανα ένα νεύμα – μου χαμογέλασε. Ήταν σα να έβλεπα μιαν άλλη. Στην πλατεία του Θησείου, χώρισα βιαστικά με την παρέα μου. Γύρισα σπίτι με τα πόδια - άκεφος. Ξεντύθηκα αμέσως κι έπεσα για ύπνο. Να μη σκέφτομαι.

Από τότε δεν την ξαναείδα.


Πιτσιρίκος

Ετικέτες


Permalink για το "Άννα ... δια χειρός Πιτσιρίκου"

22 Comments:

Blogger Αθήναιος said...

Ωραίο,έχει εσωτερικό ρυθμό! Να το καλλιεργήσετε αυτό το στυλ.

21 Ιανουαρίου 2007 στις 11:56 π.μ.  
Blogger Γιουτζίν said...

Ένας φίλος μου λέει πως το όνομα Άννα έχει μαγικές ιδιότητες. Και τον πιστεύω.
Πιτσιρίκιε, μου άρεσε κι αυτό το κείμενό σου -διαφορετικό από τα συνηθισμένα- και θα συμφωνήσω με τον αθήναιο. Keep writing :-)

21 Ιανουαρίου 2007 στις 1:23 μ.μ.  
Blogger Blondie said...

Poly wraio keimeno.. mageutiko me tin ennoia oti den mporeis na stamatiseis na diavazeis.. krima gia tin anna pantws..

21 Ιανουαρίου 2007 στις 1:37 μ.μ.  
Blogger oistros said...

Ένας "αλλιώτικος" Πιτσιρίκος.
Η reception σας ευχαριστεί θερμά που υπήρξατε υπόδειγμα φιλοξενουμένου :)

21 Ιανουαρίου 2007 στις 4:21 μ.μ.  
Blogger A.F.Marx said...

Αχ αυτά τα Ε., τα Π., τα Τ. κλπ ...
Αρχικά αντί ονομάτων!
Πολύ κουραστικά για τον αναγνώστη.
Εκτός αν το κάνεις για να προσθέσεις "ύφος" σε μια κοινότοπη ιστορία...

21 Ιανουαρίου 2007 στις 4:51 μ.μ.  
Blogger πιτσιρίκος said...

oistros, σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία. Ευχαριστώ, επίσης, τις κυρίες και τους κυρίους για τα σχόλια.

21 Ιανουαρίου 2007 στις 5:37 μ.μ.  
Blogger Μαύρος Γάτος said...

Παγωτό τριαντάφυλλο;;; Μμμμμ....

Το πρώτο κείμενο του Πιτσιρίκου που διάβασα ήταν οι ιστορίες της Νάξου. Θα διαφωνήσω με τον AFM, μπορεί να μην είναι πρωτότυπες ιστορίες αλλά έχουν ανθρωπιά και ρυθμό, και διαβάζονται πολύ ευχάριστα. Τα πολλά Α. και Τ. και Κ. συμφωνώ πως είναι κουραστικά, και θα μπορούσαν να λείπουν.

Κυρία κυρία, Ξενοδόχα! Ο Πιτσιρίκος έσπασε το λαμπατέρ και το βάζο με τα λουλούδια...

Σ;)))

21 Ιανουαρίου 2007 στις 7:51 μ.μ.  
Blogger ci said...

Όντως αλλιώτικος Πιτσιρίκος, και προσωπικά μού αρέσουν περισσότερο αυτά τα πιο "σοβαρά" κείμενά σου.

Oistros, η γωνιά ήδη έχει αποκτήσει χρώμα!
Όμορφη προσπάθεια:)

21 Ιανουαρίου 2007 στις 9:27 μ.μ.  
Blogger Χαμένο κορμί said...

Αυτή δέν κοιμήθηκε. Στριφογυρνούσε όλη νύχτα στο κρεβάτι και δεν με άφηνε να κλείσω μάτι...

21 Ιανουαρίου 2007 στις 11:17 μ.μ.  
Blogger Γεώργιος Χοιροβοσκός said...

Aνηψιέ εδώ Θείος... μου θύμισες τα νειάτα μας στα Greek Islands,και τους ενθουσιασμούς που μεταμορφωνόντουσαν σε απορίες και απογοητεύσεις.

Μέχρι που γίναμε μπλόγκερς, και ξαναβρήκαμε τη χαρά και τους ανθρώπους;-)

Φιλιά όπως πάντα!

22 Ιανουαρίου 2007 στις 8:15 π.μ.  
Anonymous Ανώνυμος said...

Σε λίγο θα είστε overbooked στο ζεστό φιλοξενελιο σας!!Ωραίο κείμενο, με μετριασμένο νοσταλγικό τόνο. Γιατί όμως η Α. να συνεχίσει να είναι με ρεμάλι? ¨Οσο για τα αρχικά, αναδεικνύουν το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας.

22 Ιανουαρίου 2007 στις 9:27 π.μ.  
Blogger Suspect said...

οφειλω να ομολογησω οτι χαθηκα λιγο με τα Β,Τ,Θ,Κ,Λ αλλα αναγνωρισα τον τονισμο του σημαντικου εναντι των υπολοιπων ασημαντων για αυτο και εστιασα εκει που θελει ο συγγραφεας. Στην Αννα.

Η αληθεια ειναι πως αναγνωρισα και μια προσωπικη μου σχεδον παρομοια ιστορια σε αυτα και με πηγε πολλα χρονια πισω το κειμενο σας.

Σας ευχαριστω για το flash back αλλα εμαθα πια...

Η ληθη σκεπαζει τα παντα...

22 Ιανουαρίου 2007 στις 1:45 μ.μ.  
Blogger Johny said...

Πριν αρκετά χρόνια, στην Αμοργό, ήτανε όχι μια Άννα, αλλά μια Ελεάννα που έκανε την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα, και όταν μούπε για τον καλό της, να δένεται κόμπο.

22 Ιανουαρίου 2007 στις 4:41 μ.μ.  
Anonymous Ανώνυμος said...

Pragmatika asynhthisto keimeno tou pitsirikou, katafere eukola na me vouthksei sthn istoria tou...
Nomizw ena kalo dialleima apo ta "xekardistika" :):):)
Filikotata!
IC

22 Ιανουαρίου 2007 στις 9:46 μ.μ.  
Blogger πιτσιρίκος said...

Κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ για τα σχόλιά σας. Μου έδωσαν μια ιδέα που τώρα με απασχολεί έντονα.

Στις σκέψεις που προηγήθηκαν θα ήθελα να προσθέσω πως η σάτιρα - για μένα τουλάχιστον - είναι ο ιδανικός τρόπος να γράψω πράγματα που, αν τα έγραφα "σοβαρά", θα κινδύνευα να πάω φυλακή. Δεν έχω άλλο όπλο από τον μανδύα της σάτιρας για να πω κάποια πράγματα - ένας μπλόγκερ δεν έχει στηρίγματα. Και η σάτιρα δεν ανήκε ποτέ στα αγαπημένα μου αναγνώσματα. Όσοι δε άνθρωποι πίστεψαν πως είμαι ένας άνθρωπος με διαρκή σατιρική διάθεση, απογοητεύτηκαν πολύ όταν με γνώρισαν. Απλώς, όταν γράφω ένα σατιρικό κείμενο, μπαίνει ο διάολος μέσα μου - γίνομαι ένας άλλος. Αυτό διαρκεί είκοσι με τριάντα λεπτά και μετά περνάει. Πάντως, αυτό μου είναι πολύ εύκολο. Άλλα πράγματα θα ήθελα να γράψω αλλά έχω και επίγνωση των δυνατοτήτων μου. Πάντως, προσπαθώ.

Αυτό το κείμενο ήταν μια προσωπική ιστορία - όλοι έχουμε τέτοιες. Δεν σηκώνει και πολλή ανάλυση. Ευχαριστώ και πάλι.

22 Ιανουαρίου 2007 στις 11:34 μ.μ.  
Blogger Nikos Dimou said...

Υπάρχει μία βασική παρεξήγηση: πολλοί νομίζουν ότι η σάτιρα είναι εύκολο πράγμα - κάτι σαν ευθυμογράφημα.

Η σάτιρα είναι λογοτεχνία - κι από τις πιο δύσκολες μορφές της.

Ο σατιρικός είναι ένας αντεστραμμένος λυρικός - η ευαισθησία του εκφράζεται σαν σαρκασμός ή σκώμμα.

Τώρα ο Πιτσιρίκος έβγαλε την ευασθησία χωρίς οργή. Και φάνηκε αυτό που είναι: ένα καλός λογοτέχνης.

23 Ιανουαρίου 2007 στις 6:42 μ.μ.  
Blogger πιτσιρίκος said...

Νομίζω πως η σάτιρα είναι ο ιδανικός τρόπος να πεις τα πάντα. Σήμερα, μοιάζει να απουσιάζει. Κι όμως, είναι ιδανική εποχή για σάτιρα και ...Επίκουρο - έτσι μόνο αντέχεται.

Καλός λογοτέχνης (είναι λίγο "βαριά" αυτή η λέξη) δεν ξέρω αν είμαι - αυτό που είναι σίγουρο είναι πως δεν είμαι σαν αυτούς που διάβασα και αγάπησα. Εδώ βρίσκονται και οι ενδοιασμοί που έχω, σε ό,τι αφορά αυτά που έχω γράψει και δεν είναι στο μπλογκ - αν και κάποιοι καλοί άνθρωποι μοιάζουν ενθουσιασμένοι, εγώ έχω ακόμα πολλές αμφιβολίες. Και είμαι αγύριστο κεφάλι - δεν θέλω να υπογράψω κάτι για το οποίο δεν είμαι σίγουρος.

Νομίζω πως στη σάτιρα έχω περισσότερες πιθανότητες να γράψω κάποια κείμενα που να διαβάζονται και μετά από μερικά χρόνια - θα μου άρεσε κάτι τέτοιο και με περισσότερη προσπάθεια ίσως να το καταφέρω. Αντίθετα, δεν ξέρω αν έχω κάτι να προσθέσω στη "σοβαρή" λογοτεχνία. Έχω χρόνια να διαβάσω ένα "μεγάλο" μυθιστόρημα από Έλληνα συγγραφέα. Και δεν μπορώ να σπάσω τους κανόνες του μυθιστορήματος - αν και προσπάθησα, αναγκαστικά επέστρεφα στη φόρμα, γιατί καταλάβαινα πως δεν γίνεται αλλιώς. Θα ήθελα να γράψω κάτι που να μη μοιάζει με τίποτα - όχι να γεμίζω καλογραμμένες σελίδες. Αυτό θα ήθελα.

Σας ευχαριστώ πολύ.

24 Ιανουαρίου 2007 στις 2:29 π.μ.  
Blogger zouri1 said...

πολυ ωραιαο.Απο το κειμενο ως τα σχολια.!

28 Ιανουαρίου 2007 στις 11:44 π.μ.  
Blogger πιτσιρίκος said...

Σας ευχαριστούμε zouri.

31 Ιανουαρίου 2007 στις 2:13 μ.μ.  
Anonymous Ανώνυμος said...

Στα πανηγύρια της Παναγιάς που είναι σε κατσάβραχα..δεν σερβίρουν σαμπάνια οι ..χωριανοί. Αλλού ίσως!
Σιδεροδέσμιοι, μεταλλαγμένοι πόθοι..

14 Φεβρουαρίου 2007 στις 12:44 μ.μ.  
Blogger QarcQ said...

Εύγε , έξοχα, θαυμάσια, υπέροχα, ζήτω…
Σου δίνω όλα τα συνώνυμα που μου βγάζει το Word για το Μπράβο. Είναι αλήθεια, ψέματα, έχεις, δεν έχεις προσωπικό στυλ γραψίματος και σε τι λογοτεχνική κλίμακα κυμαίνεται αυτό…
Αδυνατώ να ασχοληθώ με τα παραπάνω, τη στιγμή που τα μάτια μου έχουν κουραστεί και διαβάζω ένα κείμενο με την καρδιά μου.

Υ.Γ. Χωρίς Π. και Β. , Τ. Θ. Κ. και Α. Μ. για τις απαιτούμενες καρέκλες, δε θα υπήρχε Άννα. Απαραίτητα.

14 Φεβρουαρίου 2007 στις 7:14 μ.μ.  
Blogger πιτσιρίκος said...

(Συγνώμη για την καθυστέρηση στην απάντηση - το είχα ξεχάσει αυτό το κείμενο.)

anna, σας ευχαριστώ πολύ.

qarcq, σε ευχαριστώ πολύ. Να πω "καλός πολίτης";

22 Φεβρουαρίου 2007 στις 6:14 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home