Tabs: Blog | About Us |

30.5.07

MIΚΡΗ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΣΙΝΙΚΗ ΜΕΛΑΝH

Οι γυναίκες τον αποφεύγουν
οι άντρες τον εχθρεύονται·
φυλάσσουν τ’ αγόρια τους

απ’ το ν’ ακούσουν τα λόγια του
τα κορίτσια τους

απ’ το να δουν τα μάτια του.
Σχεδόν εξαθλιωμένος
περιφρονούμενος σκληρά
όμως σκληρότερα περιφρονώντας
αυστηρός
με τις πράξεις του σημαίνει
την ευγενή αλητεία της ποίησης.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Ετικέτες


Permalink για το "MIΚΡΗ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΣΙΝΙΚΗ ΜΕΛΑΝH"

21.5.07

Η καρπουζόφλουδα

Αφιερωμένο

στην Anna-Silia με χαρά και αγάπη και την ευχαριστώ για την πρόσκληση της!

στην κόρη της Μαρίας.

***

Συναντηθήκαμε τυχαία σ΄ένα παλιό βιβλιοπωλείο της Σανταρόζα που δεν υπάρχει πια, κοιταχτήκαμε στα μάτια κι εκείνη χαμογέλασε μ΄ένα χαμόγελο που έμοιαζε με φωταγωγημένο ανοιχτό γραμματοκιβώτιο.

-Μετά από δω θέλεις να περπατήσουμε μαζί?

Μου έγνεψε καταφατικά χωρίς να πει λέξη.

Βγήκαμε στο δρόμο και βαδίσαμε προς το Σύνταγμα.

Περάσαμε μέσα από την Πλάκα κατεβήκαμε τη Βεϊκου και συνεχίσαμε στη Θησέως με κατεύθυνση προς τη θάλασσα.

Περπατούσαμε χωρίς σκοπό, χωρίς ούτε μια στιγμή να ρωτήσει ο ένας τον άλλον που πάμε.

Μιλούσαμε ήρεμα και χαλαρά, για όλα και για τίποτα, γι΄απλα κι ασήμαντα και ήταν όλα πολύ ενδιαφέροντα.

Ήταν 20 χρόνων.

Σπούδαζε στο Παρίσι αρχιτεκτονική και μουσική, ήταν εδώ για διακοπές.

Μελαχρινή, ίσια πυκνά κατάμαυρα μαλλιά, ανοιχτόχρωμο δέρμα, μεγάλα μαύρα μάτια και δυο μεγάλα μαύρα φρύδια, τα οποία δεν είχαν έρθει ποτέ σε επαφή με το τσιμπιδάκι, που έμοιαζαν σαν δυο τεράστιες καλλιγραφικές περισπωμένες σε μια εποχή που το πολυτονικό ήταν στις μεγάλες του δόξες.

Φορούσε μόνο ένα μαύρο φουστάνι χωρίς μανίκια, με ανοιχτό μπούστο.

Περνώντας από την πλατειά Δαβάκη, η Μαρία, εγώ και ο ήλιος, σχηματίζαμε ένα ορθογώνιο, (πολύ)ανισοσκελές τρίγωνο.

Ο Αύγουστος είχε γυρίσει το διακόπτη του ήλιου στο 3, η άσφαλτος κάτω απ΄τα ποδιά μας είχε μαλακώσει πολύ κι έμοιαζε με λιωμένο μαύρο λίπος.

Ένοιωθα σα να περπατάμε πάνω σε μια γιγαντιαία φάλαινα η οποία κουβαλούσε το κόσμο στην ράχη της.

Συνεχίζαμε να πορευόμαστε ενώ ο ιδρώτας έτρεχε από κάθε πόρο του δέρματος μας, είμαστε σα δυο κινούμενοι ζωντανοί θερμοσυσσωρευτές.

Οι δρόμοι ήταν άδειοι από ανθρώπους, η πόλη σχεδόν έρημη και μόνο μερικοί κοπρίτες, καβατζωμενοι σε διάφορα επίσης σοφά επιλεγμένα σημεία, με τη γλώσσα έξω σαν τεραστία παντόφλα, ανάσαιναν βαριά και κοφτά προσπαθώντας με δυσκολία να εξασφαλίσουν μερικές μπουκιές οξυγόνου για εσωτερική κατανάλωση.

Μέσα σ΄αυτή την πλήρη άπνοια ήταν φυσικό: Δεν φυσούσε, ρουφούσε!

-Τι κόλαση είναι αυτή? ρώτησα.

-Είναι απλώς μια ζεστή μέρα στον παράδεισο!

Η φωνή της ήταν σιγανή, σχεδόν ψυθιριστή γεμάτη από γλυκεία ηρεμία.

Κατάλαβα ότι ήταν η πρώτη ηλίθια κουβέντα που είπα από όταν την γνώρισα κι ότι αυτό το κορίτσι, που βάδιζα δίπλα του, κουβαλούσε πολύ σοφία στα εσωτερικά του μπαγκάζια.

Βαδίζαμε στο αριστερό πεζοδρόμιο.

Στη συμβολή της Θησέως με τη Άκρα είχε στήσει το καρότσι του, ένα μικρό βουνό από καρπούζια που σχηματίζανε μια πράσινη πυραμίδα.

Είχε τοποθετήσει την καρεκλά του κάτω από μια ξεθωριασμένη ομπρελά δίπλα στην πυραμίδα του και καθότανε λοξά, σε μια στάση που φαίνεται να τον βόλευε, με το ένα πόδι πάνω στ΄άλλο.

Μ΄ένα μαντίλι λερό σκούπιζε συνεχώς τον ιδρώτα ο οποίος έτρεχε στο πρόσωπο του που είχε το βαθύ χρώμα της σοκολάτας.

Ήταν ο μόνος άνθρωπος που υπήρχε στο δρόμο και έμοιαζε να το απολαμβάνει.

Ο βασιλιάς της έρημης λεωφόρου!

Πλησιάσαμε, με μια κίνηση, χωρίς να πει λέξη, πήρε το μεγάλο μαχαίρι και τοχωσε σ΄ ένα μεγάλο καρπούζι που άνοιξε τρίζοντας.

Επανέλαβε την κίνηση, δυο φορές ακόμα, κι ύστερα στάθηκε μπροστά μας με φυσικότητα, σαν έμπειρος καρπουζοκαρδιοχειρουργος κρατώντας στα χέρια του τη ματωμένη καρδιά του καρπουζιού.

Μας κοίταξε με δυο μάτια που οι κόρες τους έμοιαζαν με ανάμενα καρβουνά, ύψωσε την καρδιά μπροστά μας και την προσέφερε στο κορίτσι.

Μετά ήλθε κι δική μου σειρά.

Η Μαρία έβαλε βαθιά στο στόμα της το δικό της κομμάτι κοιτάζοντας τον στα μάτια, ο χυμός πλημμύρισε απ΄ τα χείλη της, και ακολουθώντας τη διαδρομή από το σαγόνι ως το λαιμό, σαν μικρό κόκκινο ποτάμι χανόταν ανάμεσα στα στήθη της.

Ύστερα, με μια πολύ φυσική κίνηση, έσκυψε και κάθισε στο ρείθρο του πεζοδρομίου, χωρίς καμία ανησυχία για το μαύρο φουστάνι της.

Την μιμήθηκα κάνοντας το ίδιο, κάθισα δίπλα της.

Αυτός σηκώθηκε από την θέση του.

-Έλα να καθίσεις στην καρέκλα να ξεκουραστείς στη σκιά.

Ήταν η πρώτη κουβέντα που ειπώθηκε μεταξύ μας.

Εκείνη αρνήθηκε ευγενικά. Μετά, αυτός, πατώντας ένα πλήκτρο του μεγάλου ραδιοκασετόφωνου που ήταν στηριγμένο στην άκρη του καροτσιού γέμισε τη λεωφόρο του Αυγουστιάτικου μεσημεριού με μουσικές που για πρώτη φορά άκουγα:

Από το πάρκο στη Μυροβόλο

το μηχανάκι αστράφτει στο ήλιο

αντανακλά το χαμόγελο σου

και μ΄εκτινασει στο φως!

Τα΄αχτενιστα μαλλιά σου καλέ μου

χθες ήταν καλοχτενισμένα

κι οι μπότες που δε φοράς ποτέ σου

είχανε γίνει σύμβολο

Να πεις του μπαμπά σου όταν σε φιλάει

να μην φοράει τα μαύρα γυαλιά

γιατί σκιάζουν τα ωραία σου μάτια

και μες΄τη σκιά τους άλλους κοιτάς.

Από το πάρκο στη Μυροβόλο

το μηχανάκι αστράφτει στον ήλιο

αντανακλά το χαμόγελο σου

και με διαλύει στο φως!

Έγειρε προς το μέρος μου και κλείνοντας τα μάτια με φίλησε κρατώντας στο χέρι της την καρπουζοφλουδα.

Ο άνθρωπος με τα μάτια-κάρβουνο μας κοιτούσε μ΄ ένα όμορφο συναίσθημα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.

Σηκωθήκαμε, τον πλησίασε και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο, τα καρβουνά σπιθοβολήσανε από ευτυχία.

-Κάνει πολύ ζεστή, γιατί δεν καθόσαστε να ξεμεσημεριασει?

-Όχι και τόσο πολύ, του απάντησα, είναι απλώς μια ζεστή μέρα στον παράδεισο!

Συνεχίσαμε την πορεία μας πάνω στη φάλαινα κατηφορίζοντας προς τις Τζιτζιφιές.

Δεν θέλαμε να …ξεμεσημεριασει!

Υ.Γ.

Η καρπουζοφλουδα αυτή στάθηκε το εμπόδιο ανάμεσα στη Μαρία και τις σπουδές της.

Ο δρόμος της άλλαξε, ή μάλλον δημιουργήθηκε μια παράκαμψη, αφού η κόρη της η Φαίδρα συνεχίζει από κει που αυτή είχε μείνει.

Αρχιτεκτονική και μουσική στο Παρίσι!

Τη γνώρισα πέρσι το καλοκαίρι (ίδια η μανά της).


Ο Θείος Ισίδωρος

Ετικέτες


Permalink για το "Η καρπουζόφλουδα"

9.5.07

Αδιάβροχος κόσμος

….Όμως πολύ αργότερα άρχισα να καταλαβαίνω.
Δεν ήταν ακριβώς στην πρώτη. Ούτε στη δεύτερη. Στήν τρίτη ήταν. Την πιο καλή.
Η καλή μου, η απλή μου, με δυσκόλεψε περισσότερο. Αυτή που, κατά πάσα πιθανότητα, είχε γλυστρήσει απ’ το μπαούλο.
Δεν την είχα αναζητήσει. Δεν την είχα διεκδικήσει. Δεν είχα ψάξει πουθενά για να την βρω. Ήρθε μόνη της. Απλώς. Και με συνάντησε. Απλώς. Η μάλλον, για να είναι κανείς ακριβής, δεν ήρθε, φάνηκε!
Σαν η θέση της να ταν πάντα εκεί. Σαν κάπου εκεί, μέσα μου, ν’ άνοιξε ένα παντζούρι και... Φάνηκε. Μπήκε. Κάθισε.
Αργούσα. Πάντα μου αργούσα να καταλάβω.
Συνήθως έπαιρνα είδηση τα πράγματα πολύ καθυστερημένα. Ίσως και μήνες μετά. Έτσι που, σ’ αυτή τη περίπτωση να μπορείς να πεις με σιγουριά πως, τ’ ότι κιόλας με την τρίτη φορά άρχισα να καταλαβαίνω, αποτελούσε ήδη ένα εξαιρετικό περιστατικό για τα δεδομένα μου . Αυτή η συναισθηματική μου βραδύνοια ήταν βασανιστική.
Ξεκινούσε απ τα μικρά κι έφτανε ως τα σημαντικά. Στον έρωτα, για παράδειγμα, θα την έλεγες, αλίμονο, οδυνηρά ακυρωτική. Κατά κανόνα αυτός (ο έρωτας), ερχόταν, περνούσε από πάνω μου, έφευγε κι εγω, ακριβώς μετά, μετά τη απομάκρυνση, μετά την φυγή, μετά κι αυτή την απουσία ακόμη-ακόμη, άρχιζα –κι αυτό όχι σ’ όλες τις περιπτώσεις- να καταλαβαίνω τι αισθάνομαι. Ποτέ νωρίτερα, ποτέ εξαρχής, ποτέ στο παρόν του πράγματος. Σαν να μουν φτιαγμένος να νιώθω την νοσταλγία του αισθήματος περισσότερο παρά το αίσθημα το ίδιο. Την υπόνοιά του κι όχι αυτήν την πραγματικότητά του.
Σαν… σαν να ήμουν αδιάβροχος! Ένας άνθρωπος αδιάβροχος στην υγρασία των αισθημάτων και των συγκινήσεων. Αυτό δεν το είχα επιδιώξει, δεν το είχα καλλιεργήσει, δεν το είχα κατασκευάσει, δεν είχα γίνει. Ήμουν. Ή απλώς είχε συμβεί. Δεν ήξερα πως γίνεται να φοράς νταλακαλόκαιρο, ας πούμε, ένα κίτρινο αδιάβροχο, ιδίως όταν ουδέποτε έχεις μαλώσει με τη βροχή, η με οποιοδήποτε άλλο φυσικό φαινόμενο. Γιατί περιέργως κάτω από το αδιάβροχό μου, λειτουργούσε ένα άλλο σύμπαν -θα το έλεγες μάλιστα βροχερό-. Ένα σύμπαν όπου τα καιρικά φαινόμενα συνέβαιναν κανονικά, εναλλάσσονταν κανονικά, έσβηναν κανονικά, διαδέχονταν το ένα το άλλο κανονικά αλλά.. μόνο για μένα . Ήταν ο καιρός στον πλανήτη του ενός. Στον πλανήτη των άλλων, στον πλανήτη με τους άλλους, τα πράγματα ήταν διαφορετικα. Εκεί, ο ασώματος καιρός των αισθημάτων, εκεί, ο αδιάβροχος καιρός του κόσμου.

Μερικές φορές ωστόσο, κάποια από τις σταγόνες που κατερχόταν την λεία επιφάνεια του κίτρινου πανωφοριού έβρισκε ένα άνοιγμα, μια ρωγμή, η μια τρύπα ανάμεσα στις τσέπες, η από κουμπί σε κουμπί, η εκεί στο σβέρκο, στο σημείο που η κουκούλα συνδεόταν με τον γιακά. Απο τό σημείο αυτό περνούσε το πανωφόρι και πότιζε το δέρμα μου. Λίγο μετά, η σταλαγματιά εκείνη, θα γινόταν ένα με το ύδωρ των σπλάχνων, μεταφέροντας απ’ άκρη σ άκρη στον οργανισμό μου το αναγνωρίσιμο στίγμα του «άλλου» που ανοίκειος έμεινε και τότε...
…θα ταν πια πολύ αργά να φέρω πίσω την βροχή. Να φέρω πίσω εκείνο που ήταν νά βιωθεί μα γλίστρησε στην αδιάβροχη πάνω επιφάνεια κι εχάθη.
Και τα πράγματα θα ‘σαν απλά αν έτσι το χα επιλέξει, αν είχα επιδιώξει αυτήν την κατάσταση κι αν μάλιστα προμηθευόμουν αδιάβροχα από καιρό σε καιρό για τον σκοπό αυτό ακριβώς. Όμως έτσι δεν ήταν. Δεν το είχα επιλέξει, δεν είχα μπει εθελοντικά σ αυτό το κίτρινο, δεύτερο, δέρμα. Για χρόνια δεν αναγνώριζα την παρουσία του πάνω μου, δεν ήξερα καν ότι το είχα, κανείς δεν μου είχε πει ποτέ κάτι γι αυτό και πάντα ξαφνιαζόμουν όταν, καθυστερημένα πλέον, ένιωθα!
Και περνούσα, είναι αλήθεια, πολύ δύσκολες ώρες κάθε φορά. Γιατί ο πόνος που βίωνα δεν ήταν μόνο πόνος ψυχικός ήταν και πόνος σωματικός. Πόνος αιχμηρός κι ιδιαίτερος. Ο πόνος του έρωτα που αντιλήφθηκα αργά, σαν είχε πια περάσει, είχε την οδύνη του προκρούστειου μαρτυρίου. Ήταν σαν να ‘μουν εγω ο λιγότερος. Ο που δεν χωρούσα ακριβώς. Όχι εκείνος που περίσσευε, ό που δεν χωρούσε. Έσκυβε τότε πάνω μου, σκιά ανελέητη, ο ματαιωμένος έρωτας, μου τέντωνε τα μέλη με μανία, χέρια και πόδια , άκρη με άκρη, σαν φυτό που το τραβούν για να το κόψουν από τη ρίζα και βγάζει υπόηχο στριγκό, οξύ, μακρόσυρτο, οδύνης ήχο τρομακτικό, που αυτί ανθρώπου κανένα δεν μπορεί να το ακούσει. Πονούσα τότε, ανομολόγητα πονούσα. Πονούσα για το τίποτα! Κι αυτό το τίποτα ήταν ένας πόνος-κόσμος. Αρρητος, αδάκρυτος κι αθρήνητος.

Η ίαση του μηδενός έπαιρνε πάντα πολύ χρόνο. Η περίοδος της ανάρρωσης άρχιζε την ίδια τη στιγμή της συνειδητοποίησης του βιώματος, αφού αυτή η καθυστέρηση στην κατανόηση των συναισθημάτων μου, με υποχρέωνε αμέσως μετά την οδυνηρή διαπίστωσή τους -και σχεδόν ταυτόχρονα- να περνάω άμεσα στην κατάσταση της διαγραφής τους. Η περίοδος αυτή κρατούσε δυσανάλογα πολύ, έως μήνες, συνοδευόταν από αϋπνίες, κρίσεις πανικού, στιγμές βαθιάς απελπισίας, ζοφερά αισθήματα ανεπάρκειας, ανακοπές της αναπνοής για παρατεταμένα δευτερόλεπτα που έφταναν μέχρι το ρεκόρ του ενός λεπτού και κάτι, έρπητες διάφορων μορφών ως την μεταλλαγή ακόμα στο χρώμα του δέρματος.
Στις καλύτερες των περιπτώσεων έπαιρνα το δρόμο. Εναέριο, επίγειο, η ενάλιο δεν είχε σημασία, αρκεί η απόσταση να διασκέδαζε την οπτική του τοπίου των γεωγραφικών συντεταγμένων της ψυχικής μου εκδοράς και τότε μόνο μπορούσα ακόμη και να κλάψω. Πήγαινα κι έριχνα τα δάκρυά μου στον Τάμεση, τον Σηκουάνα, το Δούναβη πάντα χειμώνα και πάντα ώρα που ψιλόβρεχε. Οι πλανόδιοι μικροπωλητές των ποταμών ήσαν άψογα διακριτικοί κι άψογα αδιάφοροι. Περιστατικά σαν το δικό μου, τους έβρισκαν μάλλον συνηθισμένους και δεν έδιναν σημασία. Πριν κάποια χρόνια ωστόσο, στο Παρίσι, ο κανόνας επιβεβαιώθηκε στην εξαίρεσή του. Κάποιος απ’ αυτούς τους ανέμελους τύπους που πουλάνε γκραβούρες διαλογής στις όχθες του Σηκουάνα, με πλησίασε με άγγιξε στο βραχίονα και κοιτάζοντάς με ευθεία στά μάτια μου μίλησε σιγανά σε μια άγνωστη γλώσσα. Κι αυτό , αρκούσε. Για να πώ τα πάντα. Όλα. Με λεπτομέρειες. Λέξη προς λέξη, στα ελληνικά! Kι εκείνος, ο άνθρωπος που δεν μιλούσε τη γλώσσα μου, άκουσε! Λες κι αυτό που χρειαζόταν για να σπάσει το φράγμα, να μην ήταν παρά ο διπλασιασμός της ξενητείας, το διπλό αίσθημα του ξένου, του τόπου και της γλώσσας κι η λέξη του άγνωστου αφή πάνω στις δικές μου άγνωστες λέξεις.
Λίγους μήνες μετά βρήκα την πρώτη . Tήν πρώτη μου ιστορία αγάπης.


Υ.γ. Να μου πείς πώς σου φαίνεται ή ιδέα του πρωτοπρόσωπου α’ γένους αφηγητή . Να στείλεις λεφτά γιατί έχω ξεπνεώσει. Νά μην ξεχάσεις πάλι να μου φιλήσεις την Ελένη. Να φροντίσεις νά συναντηθούμε πριν ασπρίσουν τά μαλλιά σου. Την πρώτη τήν εχω βαφτίσει Όλγα..Δεν έχω ιδέα πώς, τήν Τρίτη. Μου λείπετε.

Olyf

Ετικέτες


Permalink για το "Αδιάβροχος κόσμος"

2.5.07

Tο σπίτι μου

Το σπίτι μου ήταν πάντοτε ο εχθρός μου. Εκτός από το πατρικό, αλλά
νωρίς ξεμπέρδεψα και μ' αυτό. Τα άλλα; Μην τα ρωτάς καλύτερα. Να σου
πω, ψέματα δε σου λέω: Μπορεί καμιά εικοσαριά. Βάλε εσύ με το μυαλό
σου, πόσα ονόματα, πόσες διευθύνσεις, πόσες γειτονιές, πόσοι
περιπτεράδες, ταχυδρόμοι, πιτσαδόροι, καθυστερημένα νοίκια,
λογαριασμοί της ΔΕΗ, ιδρωμένα σεντόνια, αρώματα αιδοίου. Στην αρχή ένα
δωμάτιο χωρίς τουαλέτα. Ύστερα με τουαλέτα, δύο δωμάτια με μπάνιο, δύο
μπάνια με τέσσερα δωμάτια, σκρίνια και καναπέδες, πεθερές με τα
εγγόνια τους, βάλε με το μυαλό σου.

Έϊ, έξυπνε! Νομίζεις ότι βρήκες τον εχθρό μου; Αμ δε! Ο εχθρός μου
ήταν το ίδιο το σπίτι μου. Βρε τι πυξίδες για να κάτσει το πωστολέν
φεινχσούι, τι διχάλες για να ελέγξουμε τη ραδιαίσθηση, τι αγιασμοί,
κώλο κάτω δεν έβαλα, κι ένα στιχάκι δεν έγραψα. Ούτε ένα τραγουδάκι.
Μακριά απ' το σπίτι μου; Με το στυλό του μπάρμαν γέμιζα τις
χαρτοπετσέτες, στα τραίνα, στα καράβια, στις αίθουσες αναμονής. Μη σου
πω και για τις μουσικές: Τι χορδές και τι δοξάρια, τι τραγούδια και
λογάκια, μα στο σπίτι; Μούγκα! Με το που το νοίκιαζα, έψαχνα ήδη για
το επόμενο. Ώσπου μια μέρα σήκωσα το κεφάλι και σκαρφάλωσα πάνω στην
κερασιά.

Αυτό ήταν κύριε Φρόυδ μου. Μια παλαιολιθική μαϊμού έγινε ένα με τον
κορμό της κερασιάς και μη σου πω τι είδε: Τον κόσμο ανάποδα, τόση
φασαρία για το τίποτα, πού τρέχετε ευλογημένοι, ανεβείτε πάνω στο
δέντρο να γλιτώσετε!

Χρόνια τώρα ζω πάνω σε μια καρυδιά. Μυρίζω τα πλατιά της φύλλα,
μασουλάω την καρυδόψιχα και σιγά-σιγά απολιθώνομαι. Με τραβάει το
χώμα, ως πότε θα αντιστέκομαι, καιρός να γίνω ενεργός άνθραξ για τις
τελευταίες εστίες πυρός.



Αλέκτωρ

Ετικέτες


Permalink για το "Tο σπίτι μου"